inbusiness-news-logo cbn omada-logo celebrity-logo LOGO-PNG-108

Έβγαλαν μαχαίρια Οδυσσέας Μιχαηλίδης και Ειρήνη Λοϊζίδου Νικολαΐδου

«Προσωπικές επιθέσεις και αναφορές είναι ατυχείς και άστοχες και δεν συμβάλλουν στην απρόσκοπτη λειτουργία ενός ευνομούμενου κράτους ούτε προωθούν τη νόμιμη και θεμιτή λειτουργία των ανεξάρτητων αξιωματούχων και των θεσμών που αυτοί εκπροσωπούν»», διαμηνύει η Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Ειρήνη Λοϊζίδου Νικολαΐδου, απαντώντας στα πυρά που εξαπέλυσε εναντίον της ο Γενικός Ελεγκτής, Οδυσσέας Μιχαηλίδης.
 
Από την πλευρά του, ο Γενικός Ελεγκτής χαρακτήρισε ως ψευδή την αναφορά της Επιτρόπου Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων ότι δεν συνεργάστηκε με το Γραφείο της.
 
Όπως ανέφερε στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων(ΚΥΠΕ) ο κ. Μιχαηλίδης, δόθηκε γραπτή απάντηση σε όλα τα ερωτήματα της, απλώς δεν της αποκαλύφθηκε το όνομα του καταγγέλλοντα.
 
Ο Γενικός Ελεγκτής καλεί παράλληλα την κ. Νικολαΐδου να εξηγήσει τα κριτήρια των δικών της ενεργειών.
 
Η κ. Λοϊζίδου κατήγγειλε ότι ο Γενικός Ελεγκτής δεν εφοδίασε το γραφείο της με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, ως είχε εκ του Νόμου υποχρέωση, ώστε προχωρήσει σε διερεύνηση συγκεκριμένης υπόθεσης και για το σκοπό αυτό προχώρησε σε καταγγελία στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
 
Ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης, σε δηλώσεις του στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, ανέφερε πως θα εξετάσει την καταγγελία της Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Ειρήνης Λοϊζίδου Νικολαΐδου κατά του Γενικού Ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη.
 
«Θα την εξετάσω όπως όλες τις άλλες καταγγελίες», ήταν η απάντηση του στη σχετική ερώτηση που του υποβλήθηκε.
 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Μετωπική σύγκρουση Οδυσσέα-Επ. Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων
 
Σχετικά με την υπόθεση για την οποία η κ. Λοϊζίδου ζήτησε πληροφορίες, ο Γενικός Ελεγκτής ανέφερε ότι οι πληροφορίες που είχαν διαβιβαστεί στον Γενικό Εισαγγελέα δόθηκαν στον ίδιο προσωπικά από πρόσωπο/πρόσωπα την ταυτότητα του οποίου/των οποίων δεν προτίθεται να αποκαλύψει γιατί αυτό του επιβάλλει η ηθική και η επαγγελματική του συνείδηση.
 
Πρόσθεσε ότι η καταγγελία αφορούσε, μεταξύ άλλων, αδικήματα διαφθοράς, αδικήματα απάτης εις βάρος της Δημοκρατίας, και αδικήματα ξεπλύματος παράνομου χρήματος, δηλαδή αδικήματα συγκάλυψης όπως ορίζονται στον περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμο.
 
«Η Υπηρεσία μας καθηκόντως, στα πλαίσια των συνταγματικών της αρμοδιοτήτων, διαβίβασε στον Γενικό Εισαγγελέα τις πιο πάνω πληροφορίες που της είχαν δοθεί σε σχέση με ενδεχόμενη διάπραξη ποινικών αδικημάτων από διάφορα πρόσωπα», είπε. 
 
Πρόσθεσε ότι υπενθύμισε στην Επίτροπο, ότι με βάση τον νόμο που αφορά ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, κάθε πρόσωπο το οποίο, ενώ γνωρίζει ότι οποιασδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, αποκρύπτει ή συγκαλύπτει την αληθή φύση, την πηγή, τον τόπο, τη διάθεση ή την κίνηση σε σχέση με περιουσία αυτή διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση δεκατεσσάρων ετών.
 
Όπως είπε, είναι αυτονόητη η υποχρέωση κάθε πολίτη, πόσο μάλλον της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, να διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές στοιχεία ή πληροφορίες που έρχονται στην κατοχή του ως προς το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων.
 
«Μετά από όλα αυτά, η Επίτροπος έκρινε ότι θα έπρεπε να διαβιβάσει την υπόθεση στον Γενικό Εισαγγελέα ότι δήθεν έκανα ποινικό αδίκημα που δεν συγκάλυψα καταγγελία που υποβλήθηκε στο γραφείο μου. Δικαίωμα της να κάνει ό,τι νομίζει ορθό. Αν ήμουν στη θέση της, σίγουρα δεν θα ενεργούσα όπως η ίδια ενήργησε. Δεν πειράζει. Ο καθένας ενεργεί με βάση τη δική του κρίση και συνείδηση. Η θέση μου ήταν και παραμένει η ίδια. Ας εξηγήσει η Επίτροπος τα κριτήρια των δικών της ενεργειών», κατέληξε ο κ. Μιχαηλίδης.
 
Διαβάστε πιο κάτω αυτούσια την ανακοίνωση της Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Ειρήνης Λοϊζίδου Νικολαΐδου:
 
«Το Γραφείο Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα στο πλαίσιο διερεύνησης καταγγελίας από φυσικό πρόσωπο, σύμφωνα με ισχυρισμούς του οποίου προσωπικά του δεδομένα είχαν αποσπαστεί παράνομα και κοινολογηθεί μέσω πράξεων και /ή παραλείψεων του Γενικού Ελεγκτή, ζήτησε από την Ελεγκτική Υπηρεσία πληροφορίες που θα συνέδραμαν στη διερεύνηση της υπόθεσης.
 
Αδιαμφισβήτητα, με βάση την οικεία νομοθεσία τόσο δυνάμει του προηγούμενου νομοθετικού πλαισίου όσο και με βάση το υφιστάμενο  πλαίσιο, αρμόδια εποπτική Αρχή στη Δημοκρατία για τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής και τήρησης του νομικού πλαισίου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων είναι το Γραφείο Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και ο θεσμός που εκπροσωπεί.
 
Κατά τη διερεύνηση της καταγγελίας η Ελεγκτική Υπηρεσία μέσω του επικεφαλής της, του Γενικού Ελεγκτή, δεν εφοδίασε το Γραφείο της Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, ως είχε εκ του Νόμου υποχρέωση, ώστε να μπορέσει απρόσκοπτα και αδιάλειπτα να προχωρήσει στη διερεύνηση της υπόθεσης.
 
Καθηκόντως και εφόσον δεν κατέστη δυνατή η συλλογή όλων των απαραίτητων πληροφοριών ώστε να είναι σε θέση το Γραφείο της Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα να προχωρήσει στη διερεύνηση της υπόθεσης και να αποδώσει τυχόν ευθύνες εκεί και όπου προβλέπεται νομοθετικά, ενήργησε όπως προβλέπει το γράμμα της οικείας νομοθεσίας, ήτοι μέσω καταγγελίας της Ελεγκτικής Υπηρεσίας στον Γενικό Εισαγγελέα για ενδεχόμενη διάπραξη συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων.
 
Το πρόσταγμα που έχει το Γραφείο της Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα καθώς και οι εξουσίες (συμβουλευτικές διερευνητικές, διορθωτικές, κυρωτικές και αδειοδοτικές) της Αρχής που εκπροσωπεί με βάση το Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων και τον εθνικό Νόμο που συμπληρώνει τον Κανονισμό δεν παρέχουν τη δυνατότητα διάκρισης και /ή διαφοροποίησης στον τρόπο διερεύνησης και εξέτασης καταγγελιών ή πρακτικών καθ’ υπέρβαση της νομοθεσίας μεταξύ Οργανισμών του Ιδιωτικού Τομέα και Οργανισμών του Δημόσιου Τομέα. Τονίζεται ότι υπέρτερο καθήκον και προτεραιότητα της Αρχής είναι η ίση μεταχείριση και αντιμετώπιση όλων των περιπτώσεων υπεύθυνων επεξεργασίας ανεξαρτήτως νομικής φύσης τους.
 
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να αφήνονται οι Αρχές να προβαίνουν σε όλες τις προβλεπόμενες εκ των Νόμων νενομισμένες εξουσίες και αρμοδιότητές τους απρόσκοπτα, αντικειμενικά και αμερόληπτα.
 
Προσωπικές επιθέσεις και αναφορές είναι ατυχείς και άστοχες και δεν συμβάλλουν στην απρόσκοπτη λειτουργία ενός ευνομούμενου κράτους ούτε προωθούν τη νόμιμη και θεμιτή λειτουργία των ανεξάρτητων αξιωματούχων και των θεσμών που αυτοί εκπροσωπούν».
;