Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) έκρινε, σε μια ιδιαίτερα σημαντική απόφαση, ότι οι περικοπές σε μισθούς και συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων της Κύπρου κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, ήταν σύμφωνες με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η υπόθεση Constantinou and Others v. Cyprus, η οποία αφορά πέντε ομαδικές προσφυγές δεκάδων εργαζομένων και συνταξιούχων, κατέληξε με την πλειοψηφία του Δικαστηρίου να θεωρεί ότι οι μειώσεις αποτελούσαν νόμιμη και αναλογική παρέμβαση σε μια περίοδο εξαιρετικά δύσκολων δημοσιονομικών συνθηκών.
Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η επιβολή των έκτακτων εισφορών και οι μειώσεις μισθών συνιστούσαν παρέμβαση στο δικαίωμα των προσφευγόντων στην περιουσία. Ωστόσο, η πλειοψηφία έκρινε πως αυτή η παρέμβαση δεν υπερέβαινε τα όρια που επιτρέπει το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1, καθώς στόχευε στην αντιμετώπιση μιας κατάστασης εκτεταμένης οικονομικής κρίσης.
Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι τα κράτη απολαμβάνουν «ευρείας διακριτικής ευχέρειας» όταν καλούνται να διαχειριστούν κοινωνικοοικονομικές πολιτικές:
Τα κράτη είναι καταρχήν καλύτερα τοποθετημένα από τον διεθνή δικαστή για να επιλέξουν τα κατάλληλα μέτρα με στόχο την εξισορρόπηση εσόδων και δαπανών σε περιόδους κρίσης.
Η πλειοψηφία κατέληξε ότι οι μειώσεις ήταν προσωρινές, αναλογικές, στοχευμένες και πως «δεν εξέθεσαν τους προσφεύγοντες σε κίνδυνο αδυναμίας αξιοπρεπούς διαβίωσης». Κατά συνέπεια, όπως αναφέρει στην απόφαση, δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία.
Σημαντικό μέρος των προσφυγών αφορούσε το ζήτημα της συνέπειας στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι το Ανώτατο αποφάσισε «απρόβλεπτα» και κατά παράβαση των ίδιων του των προηγούμενων αποφάσεων. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ απέρριψε την επιχειρηματολογία αυτή, λέγοντας πως «το Δικαστήριο δεν διαπιστώνει απόκλιση ή αντίφαση ικανή να υπονομεύσει την ασφάλεια δικαίου… οι διαφορετικές προσεγγίσεις ήταν επαρκώς αιτιολογημένες». Κατά συνέπεια, δεν διαπιστώθηκε παραβίαση του Άρθρου 6 της Σύμβασης.
Έντονη η μειοψηφία
Η απόφαση συνοδεύτηκε από μια μεγάλη και ασυνήθιστα εκτενή μειοψηφούσα γνώμη τριών δικαστών, οι οποίοι διατύπωσαν σοβαρές ενστάσεις τόσο σε επίπεδο νομικής συλλογιστικής όσο και σε επίπεδο θεσμικής συνέπειας.
Οι δικαστές της μειοψηφίας τόνισαν ότι το κυπριακό Σύνταγμα, συγκεκριμένα το Άρθρο 23, παρέχει πιο αυστηρή και εκτεταμένη προστασία στο δικαίωμα ιδιοκτησίας από ό,τι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Επομένως, όπως υποστήριξαν, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου και στη συνέχεια το ΕΔΔΑ έπρεπε να λάβουν σοβαρότερα υπόψη τους αυτή τη διαφορά.
Το Σύνταγμα δεν επιτρέπει περιορισμούς της ιδιοκτησίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Το να εφαρμόζεται δοκιμασία αναλογικότητας εκεί όπου το Σύνταγμα δεν προβλέπει τέτοια δυνατότητα αποτελεί παρέκκλιση από τη δομή και το γράμμα του Άρθρου 23.
Περαιτέρω έκριναν ότι η ερμηνεία της κυπριακής νομολογίας ήταν απρόβλεπτη, με αποτέλεσμα να θίγεται η ασφάλεια δικαίου, λέγοντας πως «η προσέγγιση που υιοθετήθηκε ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη και επέτρεψε στο κράτος να παρακάμψει τις αυστηρότερες συνταγματικές εγγυήσεις», ενώ οι μειοψηφούντες έκλεισαν με προειδοποίηση.
Η μη εφαρμογή του Άρθρου 23 του Συντάγματος στην πλήρη του έκταση ανοίγει δρόμο για υπέρμετρη κρατική παρέμβαση χωρίς σαφές συνταγματικό έρεισμα.
Η απόφαση επιβεβαιώνει ότι το ΕΔΔΑ βλέπει με ευρεία κατανόηση τις παρεμβάσεις κρατών σε περιόδους οικονομικής κρίσης, ιδίως όταν οι μειώσεις θεωρούνται προσωρινές και στοχευμένες στην αποτροπή δημοσιονομικής κατάρρευσης. Η πλειοψηφία κινήθηκε στη λογική της «αναγκαστικής ισορροπίας» μεταξύ ατομικών δικαιωμάτων και επιβίωσης του κράτους.
Ωστόσο, η μειοψηφία εγείρει σημαντικά ζητήματα. Το κατά πόσο ένα κράτος μπορεί, ακόμη και σε κρίση, να υπερβεί συνταγματικά όρια προστασίας χωρίς να παραβιάζεται ο πυρήνας των δικαιωμάτων∙ και το κατά πόσο η νομολογία διατηρεί συνέπεια όταν αλλάζει το νομικό πλαίσιο αντιμετώπισης της κρίσης.











