powered by inbusiness-news-logo cbn omada-logo celebrity-logo LOGO-PNG-108

Αλαλούμ για τη νομοθεσία για υποχρεωτική ψυχιατρική νοσηλεία-Καταγγελίες Αστυνομίας ότι μένει ακάλυπτη από Δικαστήρια και Υπ. Υγείας

Αλαλούμ επικρατεί ανάμεσα στην Κυβέρνηση, όσον αφορά στην τροποποίηση της νομοθεσίας που διέπει τις διαδικασίες για υποχρεωτική ψυχιατρική νοσηλεία, αφού από τη μία το Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας αναφέρει πως βρίσκεται στο τελικό στάδιο σχετικό νομοσχέδιο και από την άλλη το Υπουργείο Δικαιοσύνης διαμηνύει πως πολυθεματική επιτροπή που έχει συσταθεί για το θέμα, ετοιμάζει εθνική στρατηγική και μάλιστα τα κείμενα βρίσκονται ενώπιον της Επιτρόπου Νομοθεσίας. Την ίδια ώρα, οι ευθύνες για τις διαδικασίες μοιάζουν με μπαλάκι, ειδικά μετά τις αναφορές της Αστυνομίας ότι δικαστές αρνούνται να εξετάσουν περιπτώσεις το βράδυ, καθώς και ότι το Υπουργείο Υγείας αρνήθηκε να τους παρέχει στήριξη για να έχουν νοσηλευτή μαζί τους, κατά την εκτέλεση σχετικού εντάλματος.

Το θέμα για την προστασία των δικαιωμάτων των προσώπων για τα οποία υποβάλλεται αίτηση στο Δικαστήριο για υποχρεωτική ψυχιατρική νοσηλεία, αλλά και των προσώπων των οποίων τη διαχείριση της περιουσίας τους και τη διεύθυνση των υποθέσεών τους αναλαμβάνει, κατόπιν δικαστικής απόφασης, διαχειριστής εξετάστηκε στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής. Αυτό που έγινε άμεσα αντιληπτό ήταν ότι το νομοθετικό και θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις διαδικασίες πάσχει και πρέπει άμεσα να αλλάξει, αφού από το 1996 που θεσπίστηκε η νομοθεσία μέχρι και σήμερα δεν έχει τροποποιηθεί.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Μόνο δύο εφημερεύοντες γιατροί παγκύπρια για υποχρεωτική ψυχιατρική νοσηλεία, καρφώνει άρνηση από τα Δικαστήρια η Αστυνομία

Την ανάγκη αυτή υπογράμμισαν και διάφορες αποφάσεις των Δικαστηρίων, για υποθέσεις που συγγενείς ζητούσαν διάταγμα υποχρεωτικής νοσηλείας για πρόσωπα που χρήζουν ψυχιατρικής περίθαλψης. Μάλιστα, απόφαση της Στέλλας Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, που εκδόθηκε πριν από δέκα χρόνια, αναφερόταν πως «σε αντίθεση με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, μέσα από την οποία προκύπτει ότι στις πλείστες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχουν στο νομικό πλαίσιο που διέπει το θέμα εξαντλητικά κριτήρια και λεπτομερείς διαδικασίες που διέπουν τον τρόπο εξέτασης μίας αίτησης, όπως και εκτενείς αναφορές για τα νοσηλευτικά κέντρα και τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν και κατευθυντήριες γραμμές ως προς τον τρόπο προσέγγισης μαρτυρίας, σε σχέση με τέτοιες αιτήσεις, το δικό μας σύστημα υστερεί».

Στην απόφαση του Δικαστηρίου αναφέρεται, δε, ότι «ο τρόπος υποβολής των αιτήσεων και η σύνταξη ενός ιατρικού πιστοποιητικού γνωμάτευσης από ένα γιατρό, που συνήθως είχε μία μεμονωμένη ευκαιρία να δει το καθ’ όν αίτηση και να συντάξει γι’ αυτόν έκθεση και ουσιαστικά να πρέπει το Δικαστήριο να στηριχθεί σε αυτή τη μεμονωμένη έκθεση και τις λεπτομέρειες που τίθενται ενώπιον του είτε από λειτουργούς του Γραφείου Ευημερίας είτε από την Αστυνομία σε περίπτωση που δεν υπάρχει πλησιέστερος συγγενής, ή τα στοιχεία από προσωπικό αντιπρόσωπο ή πλησιέστερο συγγενή, που πολλές φορές υποκινούνται από λανθασμένα κριτήρια, κατά την άποψή μου δεν αποτελεί μία ορθή προσέγγιση ενός τόσο σοβαρού ζητήματος όπως είναι η έκδοση διαταγμάτων νοσηλείας για καθ’ ον αίτηση».

Κι ενώ η απόφαση του Δικαστηρίου, που εκδόθηκε πριν από μία δεκαετία υπογράμμισε την ανάγκη να υπάρξει αλλαγή στον τρόπο που οι αρμόδιες υπηρεσίες χειρίζονται αυτές τις περιπτώσεις, μέχρι και σήμερα δεν υπήρξε καμία αλλαγή, όπως τονίστηκε στη Βουλή. Πάντως, οι αρμόδιες υπηρεσίες υπέδειξαν πως έχουν αναγνωρίσει την ανάγκη για αλλαγή, παρά το γεγονός πως μέχρι και σήμερα δεν υπήρξε οποιαδήποτε τροποποίηση, έστω και μικρή στη νομοθεσία.

Ωστόσο, η συνεδρία που είχε ως στόχο να ρίξει φως στον τρόπο που το κράτος διαχειρίζεται αυτές τις περιπτώσεις, αλλά και κατά πόσο υπάρχει πρόθεση να αλλάξει η νομοθεσία, δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, αφού διαπιστώθηκε ένα αλαλούμ ανάμεσα στα συναρμόδια Υπουργεία, δεδομένου ότι από τη μία το Υπουργείο Δικαιοσύνης έκανε λόγο για δημιουργία μίας εθνικής στρατηγικής, που θα τροποποιεί τις νομοθεσίες που διέπουν τις διαδικασίες και μάλιστα σημείωσε πως τα κείμενα βρίσκονται ενώπιον της Επιτρόπου Νομοθεσίας για κατάρτιση νομοσχεδίου. Από την άλλη, ωστόσο, το Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας επεσήμανε πως έχει ήδη καταρτιστεί από πλευράς του νομοσχέδιο, το οποίο καταργεί τη μία νομοθεσία, ώστε οι ασθενείς να είναι ίσοι απέναντι στο νόμο, δεδομένου ότι το υφιστάμενο πλαίσιο έρχεται σε αντίθεση με τη σύμβαση για τα άτομα με αναπηρία που έχει υιοθετήσει η Κυπριακή Δημοκρατία.

Οι αναφορές των δύο Υπουργείων συγκρούονται μεταξύ τους, αφού οι μεν ετοιμάζονται να δημιουργήσουν μία νομοθεσία, που θα τροποποιεί τις υφιστάμενες και οι δε θέλουν να καταργήσουν μέρος της υφιστάμενης και μάλιστα είναι σε προχωρημένο στάδιο, δεδομένου ότι σύντομα αναμένεται να ξεκινήσει δημόσια διαβούλευση επί του κειμένου. Πάντως, για να ξεκαθαρίσει η εικόνα, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ζήτησε από τους αρμοδίους να αποστείλουν στη Βουλή γραπτώς τις ενέργειες που γίνονται και σε ποιο στάδιο βρίσκονται, αφού θέλουν να αποφύγουν τη συσσώρευση πολλών κειμένων με το ίδιο αντικείμενο, κάτι που σημαίνει ότι θα γίνεται διπλή δουλεία από την Επίτροπο Νομοθεσίας και θα σπαταληθεί πολύτιμος χρόνος.

Καταγγελίες Αστυνομίας ότι μένει ακάλυπτη

Από την άλλη, αυτό που προκάλεσε περισσότερη εντύπωση κατά τη διάρκεια της συνεδρίας ήταν η τοποθέτηση του Βοηθού Αρχηγού της Αστυνομίας, Γιαννάκη Γεωργίου, ο οποίος υπέδειξε πως η Αστυνομία καλείται να εκτελέσει τα διατάγματα για την υποχρεωτική νοσηλεία, χωρίς να έχει την κατάλληλη στήριξη από τις αρμόδιες υπηρεσίες, όπως για παράδειγμα την παρουσία νοσηλευτή, ή ειδικού οχήματος μεταφοράς των εν λόγω ασθενών στο νοσοκομείο Αθαλάσσας, με αποτέλεσμα να γίνονται οι μεταφορές με την κλούβα της Αστυνομίας.

Πέραν τούτου, ο Βοηθός Αρχηγός άφησε αιχμές και για τα Δικαστήρια, αφού ανέφερε πως υπάρχουν δικαστές που αρνούνται να εξετάσουν περιπτώσεις αν προκύψουν στις 9-10 το βράδυ και μάλιστα υπέδειξε πως τους δίνουν οδηγίες για να διαχειριστούν οι αστυνομικοί τις εν λόγω περιπτώσεις μέχρι το πρωί. Οι αναφορές του κ. Γεωργίου έχουν προκαλέσει έκπληξη στους βουλευτές, αφού ουσιαστικά ανέφερε πως οι αστυνομικοί μένουν ακάλυπτοι για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους.

Το θέμα κρίνεται σημαντικό και η Επιτροπή θα επανέλθει επ’ αυτού, αφού λάβει και τις απαντήσεις που ζήτησε από πλευράς Κυβέρνησης.

;