powered by inbusiness-news-logo cbn omada-logo celebrity-logo LOGO-PNG-108

Το τέλος των Ελλήνων της Βασιλεύουσας-Τραγικές πτυχές και μαρτυρίες για το εφιαλτικό πογκρόμ της 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου 1955

Περίπου δυο δεκαετίες πριν από την κορύφωση του κυπριακού δράματος, το προδοτικό πραξικόπημα, τη βάρβαρη τουρκική εισβολή και την de facto διχοτόμηση της Κύπρου, στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955 η Κωνσταντινούπολη βίωσε τον εφιάλτη ενός ιστορικού Πογκρόμ. Γνωστή ως «Σεπτεμβριανά», η μαζική επίθεση που δέχθηκαν οι διάφορες εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες της Πόλης, τα δικαιώματα των οποίων ήταν κατοχυρωμένα στη Συνθήκη της Λωζάνης, από οργισμένα εθνικιστικά πλήθη, αποτελεί μια ντροπιαστικά οδυνηρή και καθοριστική στιγμή στην τουρκική ιστορία, άρρηκτα συνδεδεμένη με την κλιμάκωση του Κυπριακού ζητήματος και με βαθιές, μόνιμες συνέπειες για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.  

Μακριά από μια αυθόρμητη εκδήλωση λαϊκής οργής, τα γεγονότα αυτά ήταν μια «υποκινούμενη από την κυβέρνηση σειρά ταραχών εναντίον της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης», σχολαστικά σχεδιασμένη και εκτελεσμένη από υψηλόβαθμους Τούρκους αξιωματούχους και συνεργαζόμενες οργανώσεις. Αυτή η ενορχηστρωμένη επίθεση, που μπορεί να συγκριθεί σε κλίμακα με τη «Νύχτα των Κρυστάλλων» (Kristallnacht) της Γερμανίας το 1938, προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές, άφησε πίσω πολυάριθμα θύματα βιασμών και δολοφονιών, και τελικά επιτάχυνε την τελική τραγική έξοδο της ελληνικής κοινότητας από την Κωνσταντινούπολη που επί αιώνες ζούσε και δημιουργούσε σε αυτή την πόλη. Έτσι, οι τελευταίες σελίδες της ιστορίας του ελληνισμού της Πόλης γράφτηκαν 19 χρόνια πριν από το δραματικό καλοκαίρι που βίωσε η Κύπρος το 1974. 

Η γένεση του Κυπριακού Ζητήματος και η αύξηση των εντάσεων

Η Κύπρος, ένα στρατηγικά ζωτικής σημασίας νησί, σαράντα μίλια από τις νότιες ακτές της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, ως γνωστόν αποτέλεσε ένα σημείο έντονης ανάφλεξης στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Από το 1878 ήταν βρετανική υπερπόντια κτήση και η στρατιωτική της σημασία αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, καθιστώντας την έδρα των πιο κρίσιμων βρετανικών βάσεων και κεντρικό κόμβο για ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και επιχειρήσεις πληροφοριών στην περιοχή. Μεταπολεμικά, οι φιλοδοξίες των Ελληνοκυπρίων για ανεξαρτησία και Ένωση με την Ελλάδα εντάθηκαν, οδηγώντας σε ένοπλο αγώνα από το αντιστασιακό κίνημα της ΕΟΚΑ, που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1955.

Σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές που ρίχνουν φως στην ταραχώδη δεκαετία του 1950, η στάση της Τουρκίας απέναντι στην Κύπρο, αρχικά ελάχιστου ενδιαφέροντος και σεβασμού προς τη βρετανική κυριαρχία, τόσο υπό το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) όσο και υπό την κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος (DP) του Αντνάν Μεντερές, άλλαξε δραματικά τη δεκαετία του 1950. Αυτή η αλλαγή προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τη σοβαρή εσωτερική οικονομική κρίση της Τουρκίας, την οποία η κυβέρνηση Μεντερές προσπάθησε να εκτρέψει. Η κυβέρνηση και τα μέσα ενημέρωσης που την υποστήριζαν άρχισαν να διαδίδουν λαϊκιστικά και εθνικιστικά αφηγήματα, χρησιμοποιώντας συχνά ως αποδιοπομπαίους τράγους τους «εκατομμυριούχους» μη-Μουσουλμάνους για να αποπροσανατολίσουν τη δημόσια δυσαρέσκεια. Την εθνικιστική μισαλλοδοξία τροφοδότησαν διάφορες εφημερίδες και οργανώσεις που κατευθυνόταν από το τουρκικό βαθύ κράτος. Μια από αυτές στελέχωναν Τουρκοκύπριοι που ζούσαν ή φοιτούσαν στην Τουρκία. 

Μέσα σε αυτό το κλίμα, το Κυπριακό ζήτημα που τέθηκε ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών από την Ελλάδα το 1954, παρείχε μια βολική ευκαιρία στην κυβέρνηση Μεντερές να εκμεταλλευτεί αυτά τα θρησκευτικά και εθνικιστικά αισθήματα που καλλιεργούνταν. Η Βρετανία, αντιμετωπίζοντας αυξανόμενη πίεση για τον έλεγχό της στην Κύπρο, ενθάρρυνε την Άγκυρα να προβάλει τα δικά της συμφέροντα, οδηγώντας την Τουρκία να ζητήσει επίσημα διαβουλεύσεις με το Λονδίνο τον Μάιο του 1955. Οι συζητήσεις αυτές κατέληξαν στη συμφωνία της Τουρκίας να υποστηρίξει το βρετανικό σχέδιο για την πορεία της Κύπρου προς διχοτόμηση, μια θέση που παγιώθηκε σε διάσκεψη στο Λονδίνο στα τέλη Αυγούστου. Το καλοκαίρι του 1955 σημαδεύτηκε από μια αδιάκοπη και εμπρηστική εκστρατεία των μέσων ενημέρωσης σε ολόκληρη την Τουρκία, που υποδαύλιζε επιθετικά το εθνοτικό μίσος εναντίον των Ελλήνων και των Ελλήνων πολιτών της Τουρκίας (Ρωμιών), τους οποίους χαρακτήριζαν «πέμπτη φάλαγγα». Οι αβάσιμες φήμες για μαζικές σφαγές Τούρκων στη Κύπρο, που ενισχύθηκαν από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό Μεντερές πριν από την αναχώρησή του για το Λονδίνο, κλιμάκωσαν περαιτέρω τη δημόσια επιθετικότητα.

Η πρόκληση: Ο βομβαρδισμός στη Θεσσαλονίκη και η υποκίνηση από τα ΜΜΕ

Το άμεσο έναυσμα για το Πογκρόμ ήταν μια έκρηξη βόμβας στις 6 Σεπτεμβρίου 1955, στην αυλή του τουρκικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη, δίπλα στην γενέθλια οικία του ιδρυτή της Δημοκρατίας της Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Αν και όπως αποκαλύφθηκε σε μεταγενέστερες έρευνες κατά τις δίκες της Νήσου Πλάτης την περίοδο 1960-1961 (το μικρό νησί το οποίο ανήκει στο σύμπλεγμα των Πριγκιπονήσσων ονομάζεται Γιασσίαντα στα τουρκικά και την περίοδο του πραξικοπήματος του 1960 χρησιμοποιούνταν ως ναυτική βάση) η έκρηξη αυτή ενορχηστρώθηκε από Τούρκους πράκτορες υπό κυβερνητικές εντολές, ο τουρκικός Τύπος είχε σπεύσει αμέσως να κατηγορήσει τους Έλληνες. Ο προβοκάτορας, ένας φοιτητής ονόματι Οκτάι Ενγκίν, αθωώθηκε από κάθε ευθύνη στη δίκη της Πλάτης και αργότερα κατέλαβε σημαντικές θέσεις στο τουρκικό κράτος. Πολλές δεκαετίες μετά, ο αντιπολιτευόμενος Τύπος της Τουρκίας θα χρέωνε την έκρηξη στη Θεσσαλονίκη στους πράκτορες του τουρκικού βαθέως κράτους. 

Το κρατικό ραδιόφωνο (TRT) μετέδωσε την είδηση του βομβαρδισμού στις 4 μ.μ. στις 6 Σεπτεμβρίου και η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Istanbul Ekspres» δημοσίευσε μια έκτακτη έκδοση με τον εμπρηστικό τίτλο: «Το Σπίτι του Ιδρυτή μας Δέχθηκε Επίθεση με Βόμβα!». Αυτή η «ανεπιβεβαίωτη πληροφορία» χρησίμευσε ως το ρητό πρόσχημα για την εκτυλισσόμενη βία. Η εκστρατεία των μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων κορυφαίων εφημερίδων όπως η «Hürriyet», απειλούσε ανοιχτά με αντίποινα κατά του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης. Η «Hürriyet» διακήρυξε ξεκάθαρα στις 28 Αυγούστου 1955: «Αν οι Έλληνες τολμήσουν να αγγίξουν τα αδέρφια μας (στην Κύπρο), τότε υπάρχουν πολλοί Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη για να ανταποδώσουμε». Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Μεντερές επανέλαβε δημοσίως αυτή την απειλή.

Η κατευθυνόμενη προπαγάνδα δημιούργησε μια εκρηκτική ατμόσφαιρα, με τις οργανώσεις νεολαίας να είναι ήδη έτοιμες να ξεχυθούν στους δρόμους για «διαδηλώσεις διαμαρτυρίας». Ο Συμεών Βαφειάδης, Έλληνας κάτοικος της Κωνσταντινούπολης και αυτόπτης μάρτυρας, περιέγραψε την αισθητή αύξηση της εχθρότητας: "Τούρκοι γείτονες έπαιζαν ραδιοφωνικές εκπομπές σχετικές με την Κύπρο στη μέγιστη ένταση με ανοιχτά παράθυρα, και οι χαιρετισμοί από τους Τούρκους γίνονταν πιο απότομοι και σκληροί, και τα βλέμματά τους πιο κατσούφικα». Σημείωσε ότι τα παιδιά αγόραζαν χάρτες της Κύπρου και τους «έβαφαν με το αίμα τους, αφού τρυπούσαν το δάχτυλό τους με μια βελόνα». Η λεπτομερής καταγραφή του διπλωμάτη Βύρωνα Θεοδωρόπουλου χρονολογεί την ταχεία αλληλουχία των γεγονότων στις 6 Σεπτεμβρίου: οι ραδιοφωνικές ειδήσεις στη 1:30 μ.μ., η ειδική έκδοση της «Istanbul Ekspres» στις 4:00 μ.μ., η εμφάνιση ανθελληνικών συνθημάτων σε τοίχους στο κεντρικό Πέρα στις 4:30 μ.μ., και οι πρώτες ομάδες διαδηλωτών που συγκεντρώνονταν στην πλατεία Ταξίμ στις 5:30 μ.μ., κλιμακώθηκαν γρήγορα σε μια ολοκληρωμένη εξέγερση μέχρι τις 6:30 μ.μ.

Μια ενορχηστρωμένη βία: 6-7 Σεπτεμβρίου 1955

Τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, οι υποτιθέμενες αυθόρμητες «διαδηλώσεις» εκφυλίστηκαν γρήγορα σε εκτεταμένη, οργανωμένη βία σε όλη την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Άγκυρα. Τα πλήθη, που φώναζαν με πάθος «Η Κύπρος είναι Τουρκική! Θα παραμείνει Τουρκική!», καθοδηγούνταν από οργανώσεις όπως η Εθνική Τουρκική Φοιτητική Ένωση και ο σύλλογος «Kıbrıs Türktür» (Η Κύπρος είναι Τουρκική).

Η«Kıbrıs Türktür Cemiyeti» (KTC) αναγνωρίστηκε ρητά ότι βρισκόταν «στο επίκεντρο των γεγονότων, ακόμη (ίσως) και στη θέση του οργανωτή». Μέλη του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος (DP) και της KTC κατείχαν λίστες οι οποίες κατηύθυναν τους επιτιθέμενους σε σπίτια Ελλήνων πριν από την επίθεση. Ο Καμίλ Ονάλ, Γενικός Γραμματέας της KTC, αποκαλύφθηκε αργότερα ότι ήταν μέλος της MAH (πρόδρομος της σημερινής MİT, της Τουρκικής Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών). Μετά τον βομβαρδισμό, ο Ονάλ δήλωσε ανοιχτά στην εφημερίδα «Istanbul Ekspres»: «Θα κάνουμε αυτούς που αγγίζουν τα ιερά μας να πληρώσουν πολύ ακριβά, δεν βλέπουμε κανένα κακό στο να το πούμε αυτό ανοιχτά». Μετά τη σύλληψή του, ο κ. Ονάλ έδωσε εντολή σε έναν μαθητή λυκείου, τον Χουρσίτ Σαχσουβάρ, να καταστρέψει κρίσιμα έγγραφα της MAH που φυλάσσονταν στα κεντρικά γραφεία της KTC για να αποτρέψει την ανακάλυψή τους, μια πράξη που ο Σαχσουβάρ παραδέχτηκε ότι εκτέλεσε στο λεβητοστάσιο του σφραγισμένου κτιρίου.

Οι επιθέσεις ήταν πλήρως οργανωμένες, μονόπλευρες και στόχευαν κυρίως τους Έλληνες (Ρωμιούς) αλλά και άλλες μη-μουσουλμανικές κοινότητες όπως οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι. Αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν τα γεγονότα ως ένα «καλά οργανωμένο Πογκρόμ εναντίον των ελληνικών κοινοτήτων». Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος παρατήρησε ότι «ομάδες λεηλασίας, που είχαν έρθει από την Ανατολική Θράκη με φορτηγά», συμμετείχαν στη βία και στη συνέχεια έφυγαν με τα λάφυρά τους. Οι δράστες δεν ήταν απλώς «αλήτες, χωριάτες και ‘κουρελήδες από το Κασίμπασα (σ.σ. κακόφημη περιοχή της Πόλης)’», αλλά περιλάμβαναν επίσης «φοιτήτριες, κυρίες της αστικής τάξης, ακόμη και δικηγόρους!». Οι στόχοι ήταν προσημειωμένοι με μπογιά και οι επιτιθέμενοι κρατούσαν λίστες.

Μέσα σε μόλις τέσσερις ώρες, χιλιάδες περιουσίες που ανήκαν σε Ρωμιούς και άλλους μη-Μουσουλμάνους υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Επίσημα στοιχεία αναφέρουν ότι 73 εκκλησίες πυρπολήθηκαν, ενώ σχολεία, συναγωγές και νεκροταφεία καταστράφηκαν. Οι εκτιμήσεις για τις ζημιές σε ιδιωτικές περιουσίες και θρησκευτικά/φιλανθρωπικά ιδρύματα κυμαίνονταν από 60.000.000 δολάρια σύμφωνα με ελληνικές πηγές, έως 300.000.000 δολάρια σύμφωνα με άλλες έγκυρες πηγές. Εκθέσεις της Αστυνομίας της Κωνσταντινούπολης κατέγραψαν την καταστροφή 2.572 ελληνικών, 741 αρμενικών και 523 εβραϊκών επιχειρήσεων.

Οι ανθρώπινες απώλειες ήταν επίσης σημαντικές: τρεις άνθρωποι δολοφονήθηκαν, σύμφωνα με τον επίσημο απολογισμό, εκατοντάδες τραυματίστηκαν και περίπου 200 γυναίκες και κορίτσια βιάστηκαν. Ο ηλικίας άνω των ενενήντα ετών ιερέας της μονής του Μπαλουκλί, Χρύσανθος Μάντας, κάηκε ζωντανός. Οι μαρτυρίες περιγράφουν φρικιαστικές κακοποιήσεις εναντίον ιερέων, οι οποίοι ξεγυμνώθηκαν, δέθηκαν πίσω από αυτοκίνητα και σύρθηκαν στους δρόμους, ενώ τους ξερίζωναν τα μαλλιά και τα γένια τους.

Κρίσιμο είναι το γεγονός ότι αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι η αστυνομία και οι στρατιώτες είτε παρέμεναν άπραγοι, χωρίς να κάνουν τίποτα για να επέμβουν, είτε συμμετείχαν ενεργά στη βία. Ο Αλέξανδρος Χατζόπουλος, Έλληνας βουλευτής του DP για την Κωνσταντινούπολη, κατέθεσε στην Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας ότι η αστυνομία επέτρεπε στους ταραξίες να αποβιβαστούν στη Μεγάλη Νήσο (Πρίγκηπο) και συναδελφώνονταν μαζί τους. Αφηγήθηκε πώς οι ηλικιωμένοι γονείς του (και οι δύο άνω των ογδόντα) πετάχτηκαν στον δρόμο καθώς το σπίτι τους, που βρισκόταν δίπλα σε αστυνομικό τμήμα, λεηλατήθηκε, με τους χωροφύλακες να αρνούνται να επέμβουν. Ο Χατζόπουλος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ολόκληρο το περιστατικό σχεδιάστηκε προσεκτικά από κάποιο ισχυρό και αποτελεσματικό σώμα», δεδομένης της εκτεταμένης φύσης των επιθέσεων και του ταυτόχρονου ξεσπάσματος των κτυπημάτων σε γεωγραφικά απομακρυσμένες τοποθεσίες.

Η οργή κατά νεκρών και ζωντανών: Κοιμητήρια και λεηλασίες

Τη νύχτα της 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου, η μανία του όχλου δεν περιορίστηκε στις περιουσίες και τις ζωές, αλλά στράφηκε με ιδιαίτερη ένταση εναντίον κάθε εθνικού και θρησκευτικού συμβόλου των μειονοτήτων της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Τα ελληνικά σχολεία, ως κοιτίδες του Ελληνισμού, δέχθηκαν βίαιες επιθέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Ζάππειο Παρθεναγωγείο, όπου οι ζημιές ήταν μεγάλες, κυρίως στην είσοδο του εμβληματικού κτιρίου που δεσπόζει στο Πέρα, καταδεικνύοντας τη στοχευμένη προσπάθεια εξάλειψης κάθε ορατού σημείου της ελληνικής παρουσίας.

Ίσως η πιο αποτρόπαια όψη της βίας εκδηλώθηκε κατά των νεκρών. Τα πλήθη επιτέθηκαν στα κοιμητήρια, όπου τάφοι συλήθηκαν, οστά πετάχτηκαν σε γειτονικά χωράφια και μαρμάρινες πλάκες καταστράφηκαν. Το οστεοφυλάκιο του Κοιμητηρίου του Σισλί δέχθηκε μαζική επίθεση. Εκεί, χάθηκαν για πάντα τα ίχνη του Σέργιου, προπάππου του γράφοντος, ο οποίος ήταν ράφτης στην αυτοκρατορική Κωνσταντινούπολη. Ο εθνικισμός που διέλυσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν θα τον άφηνε ήσυχο ούτε στην τελευταία του κατοικία, σε μια μακάβρια απόδειξη ότι το μίσος δεν αναγνώριζε σύνορα μεταξύ ζωής και θανάτου.

Παράλληλα με τη συμβολική βία, το Πογκρόμ χαρακτηρίστηκε από εκτεταμένες λεηλασίες, οι οποίες αποκάλυψαν και μια κοινωνική διάσταση. Στρώματα με χαμηλά εισοδήματα, υποκινούμενα από την προπαγάνδα και την κατάρρευση της έννομης τάξης, χύθηκαν στους δρόμους, ιδίως στην εμβληματική Λεωφόρο του Πέρα (Λεωφόρος Ιστικλάλ [Ανεξαρτησίας] του Ταξίμ ή Τζαντέ-ι Κεμπίρ [Μεγάλη Οδός] κατά την οθωμανική περίοδο), για να αρπάξουν αντικείμενα πολυτελείας από τα ελληνικά καταστήματα. Επρόκειτο για αγαθά που υπό κανονικές συνθήκες στόλιζαν τα όνειρά τους αλλά παρέμεναν απλώς αντικείμενα πόθου λόγω της υψηλής τιμής τους. Σύμφωνα με μαρτυρίες, η απόλυτη κατάρρευση της τάξης γέννησε κωμικοτραγικές σκηνές: λέγεται ότι άτομα που είχαν λεηλατήσει καταστήματα υποδημάτων, επέστρεψαν λίγο αργότερα στον τόπο του εγκλήματος για να ανταλλάξουν τα κλοπιμαία με νούμερα που ταίριαζαν καλύτερα στα πόδια τους. Αυτή η εικόνα, όσο παράλογη κι αν φαντάζει, αποτυπώνει το σουρεαλιστικό κλίμα χάους όπου η βία συνυπήρχε με την πιο πεζή και αφελή ιδιοτέλεια.

Διεθνείς αντιδράσεις και το πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, βρέθηκαν ενώπιον ενός διλήμματος ως «φύλακες» μεταξύ δύο συμμάχων στο ΝΑΤΟ που τους έφερε σε πολύ δύσκολη θέση. Ενώ οι Αμερικανοί αξιωματούχοι σε ιδιωτικό επίπεδο θεωρούσαν τις ενέργειες της τουρκικής κυβέρνησης αξιοκαταφρόνητες, τα δεδομένα του Ψυχρού Πολέμου ήταν αυτά που υπαγόρευσαν τελικά την αντίδρασή τους. Η «ψυχρή αμεροληψία» του Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Φόστερ Ντάλες, απέναντι στην καταστροφή απογοήτευσε βαθύτατα την Ελλάδα.

Παράδειγμα αυτής της διπροσωπίας των δυτικών δυνάμεων αποτελεί και το άρθρο του Ίαν Φλέμινγκ, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, για τους «Sunday Times», με τίτλο «Η Μεγάλη Εξέγερση της Κωνσταντινούπολης». Ο Φλέμινγκ ο οποίος χρησιμοποίησε σκόπιμα τον όρο «εξέγερση» ώστε να υπερτονίσει τον αυθορμητισμό του τουρκικού πλήθους ήταν σε πλήρη αντίθεση με άλλες δημοσιογραφικές μαρτυρίες που τόνιζαν τον οργανωμένο χαρακτήρα των επιθέσεων κατά των Ελλήνων. Στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της συγγραφής του άρθρου του και του μετέπειτα μυθιστορήματός του «Από τη Ρωσία με Αγάπη (1957)» με πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Μποντ, ο Φλέμινγκ υιοθέτησε ένα αφήγημα το οποίο ήταν πλήρως ευθυγραμμισμένο με όσα ισχυρίζονταν ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών και η τουρκική κυβέρνηση και το οποίο έλεγε ότι πίσω από τις ταραχές βρίσκονταν κομμουνιστές που υποστηρίζονταν από τη Σοβιετική Ένωση. Έτσι. στο «Από τη Ρωσία με Αγάπη», βλέπουμε τον επικεφαλής της SMERSH, Στρατηγό Γκρουμποζαμπόιστσικοφ, να καυχιέται για τις σοβιετικές προόδους, χρησιμοποιώντας τη φράση «προβλήματα στην Κύπρο, ταραχές στην Τουρκία».

Στην πραγματικότητα, τα γεγονότα ήταν πιο στενά συνδεδεμένα με τα «προβλήματα στην Κύπρο» και την κρυφή διπλωματία μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Λονδίνου, παρά με οποιαδήποτε πρόκληση σχεδιασμένη στη Μόσχα. Τα βρετανικά και τουρκικά στρατηγικά συμφέροντα συνέκλιναν στα μέσα της δεκαετίας του 1950, οδηγώντας σε «φανερή και κρυφή συνεργασία σε επιτυχημένες προπαγανδιστικές επιχειρήσεις». Για παράδειγμα, η πολιτική και το εθνικό συμφέρον της βρετανικής κυβέρνησης οδήγησαν στη λογοκρισία άρθρων βρετανικών εφημερίδων που αποκάλυπταν τον μεροληπτικό φόρο περιουσίας (Varlık) της Τουρκίας κατά των μη-Μουσουλμάνων τη δεκαετία του 1940, προστατεύοντας έτσι την Τουρκία από δυσμενείς διεθνείς αντιδράσεις. Αυτό εγείρει «σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τη βρετανική συνενοχή σε αντιδημοκρατικές και κατασταλτικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο «μύθος της 'εξέγερσης'» εξυπηρέτησε τελικά τα συμφέροντα τόσο της βρετανικής όσο και της τουρκικής κυβέρνησης: βοήθησε τη Βρετανία να αποφύγει την εμπλοκή των Ηνωμένων Εθνών στον αγώνα ανεξαρτησίας των Ελληνοκυπρίων και προσέφερε έναν βολικό αντιπερισπασμό για την ταλαιπωρημένη από τα εγχώρια οικονομικά προβλήματα τουρκική κυβέρνηση. Παρά τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστολή του κομμουνισμού στην Τουρκία εκείνη την εποχή, η πρόκληση και η επακόλουθη βία αποδόθηκαν στους κομμουνιστές, ένα αφήγημα που διατυπώθηκε από τον Διευθυντή της CIA Άλεν Ντάλες (που ήταν παρών στην Κωνσταντινούπολη με τον Φλέμινγκ) και τον Πρωθυπουργό Μεντερές.

Η αλήθεια για την ενορχήστρωση του Πογκρόμ ήρθε στο φως κατά τις δίκες της Πλάτης το 1960-1961, μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Μεντερές. Ο Μεντερές, ο Υπουργός Εξωτερικών Φατίν Ζορλού και ο Υπουργός Οικονομικών Χασάν Πολάτκαν καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν, αν και η κύρια καταδίκη του Μεντερές προήλθε από άλλες κατηγορίες. Το δικαστήριο τελικά επιβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση Μεντερές είχε οργανώσει τα επεισόδια και τις επιθέσεις ώστε να ασκήσει πίεση στο Κυπριακό ζήτημα.

Συνέπειες και διαρκής κληρονομιά

Το Πογκρόμ πυροδότησε ένα σημαντικό νέο κύμα μετανάστευσης μεταξύ των μη-μουσουλμανικών πληθυσμών της Κωνσταντινούπολης. Ο ελληνόφωνος πληθυσμός μειώθηκε δραματικά από 65.108 το 1955 σε 49.081 το 1960 (Σήμερα στην Κωνσταντινούπολη των περίπου 20 εκ. κατοίκων ζουν περίπου 1500 Έλληνες). Παρομοίως, περίπου 10.000 Εβραίοι αναχώρησαν για το Ισραήλ. Τα βρετανικά προξενεία κατέγραψαν χαρακτηριστικά μια ξαφνική αύξηση στις αιτήσεις για βίζα από μη-μουσουλμανικές μειονότητες αμέσως μετά την 7η Σεπτεμβρίου. Αυτή η τάση εκδίωξης των μειονοτήτων συνεχίστηκε, με επιπλέον 10.000 Έλληνες υπηκόους και 30.000-40.000 ομογενείς Τούρκους πολίτες να αποστερούνται τις περιουσίες τους και να απελαύνονται μεταξύ 1964 και 1967, και πάλι συμπίπτοντας με τις διακοινοτικές ταραχές στην Κύπρο.

Το Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης χαρακτηρίζεται επίσημα ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και μέρος ενός προγράμματος που αποσκοπούσε στην καταστροφή της ελληνικής παρουσίας στα τουρκικά εδάφη. Αυτό το συνεχιζόμενο έργο εκτουρκισμού ενίσχυσε τις μεροληπτικές πολιτικές των τουρκικών κυβερνήσεων, όπως η επιβολή φόρων περιουσίας και ο αποκλεισμός από ορισμένα επαγγέλματα που έπλητταν δυσανάλογα τις μειονότητες.

Η επακόλουθη διπλωματική διαμάχη για τις αποζημιώσεις για τις ζημιές διήρκεσε για πολλά χρόνια. Στη σύγχρονη Τουρκία, ο φιλοκυβερνητικός πολιτικός λόγος συχνά αποδίδει τέτοια περιστατικά σε ξένη «provokasyon» (προβοκάτσια) ή στο «κρυφό χέρι» ξένων μυστικών υπηρεσιών, που συχνά προσωποποιούνται από φιγούρες όπως ο Ίαν Φλέμινγκ και ο Τζέιμς Μποντ. Αυτό το αφήγημα χρησιμεύει για την εκτροπή της ευθύνης από εσωτερικούς παράγοντες και καλλιέργεια ενός κλίματος αποπροσανατολισμού και παραπληροφόρησης.

Το Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης του Σεπτεμβρίου 1955 αποτελεί μια σκληρή και τραγική απεικόνιση του πώς οι γεωπολιτικές εντάσεις, που επιδεινώνονται από εσωτερικές πολιτικές και οικονομικές πιέσεις, μπορούν να χειραγωγηθούν κυνικά ώστε να διευκολύνουν σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εθνοκάθαρση. Μακριά από μια αυθόρμητη έκρηξη λαϊκής οργής, η βία ήταν μια σχολαστικά ενορχηστρωμένη εκστρατεία που ήταν άμεσα συνδεδεμένη με το Κυπριακό ζήτημα και είχε ως στρατηγικό στόχο την επιτάχυνση της ομογενοποίησης της τουρκικής κοινωνίας μέσα από την εκδίωξη των μη-μουσουλμανικών μειονοτήτων. Η ενεργός συνενοχή των κυβερνητικών υπηρεσιών, η σκόπιμη υποκίνηση μέσω των κρατικά ελεγχόμενων μέσων ενημέρωσης και η εγκληματική αδράνεια των δυνάμεων ασφαλείας υπογραμμίζουν ένα σκοτεινό κεφάλαιο κρατικής τρομοκρατίας. Ο καταστροφικός του αντίκτυπος στην ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, που την ανάγκασε σε μαζική μετανάστευση, και η διαρκής κληρονομιά μιας βαθιάς δυσπιστίας συνεχίζουν να διαμορφώνουν την πολύπλοκη δυναμική των ελληνοτουρκικών σχέσεων, καθιστώντας το πογκρόμ του 1955 έναν κρίσιμο και οδυνηρό φακό μέσω του οποίου κατανοούμε την ιστορία και τις συνεχιζόμενες προκλήσεις της περιοχής.

Πηγή: ΚΥΠΕ 

;