«Κατάγομαι από τον κατεχόμενο Κοντεμένο της Επαρχίας Κερύνειας. Γεννήθηκα το 1939. Το 1958 αποφοίτησα από το Ανώτερο Εμπορικό Λύκειο Νεοκλέους στη Λευκωσία. Ερχόμουν με το λεωφορείο.
Στο χωριό μου, τότε, είχαμε σπουδάσει 3-4 γυναίκες. Από τη χρονιά μου, ήμουν η μόνη που τέλειωσα το δημοτικό. Έπρεπε να έχουμε ένα σελίνι για το λεωφορείο και τρία γρόσια για να αγοράσουμε τασιηνόπιττα. Tότε πληρώναμε το σχολείο. Δεν είχαν όλοι. Αγαπούσε πολλά τα γράμματα ο γαμπρός μου και έπεισε τον παπά μου ότι έπρεπε να τελειώσω το σχολείο. Ήμασταν 8 αδέλφια. Ο παπάς μου είχε χωράφια και μάντρα».
Το ψυχιατρείο ήταν πετρόκτιστο, κυκλικά κτισμένο. Αργότερα κτίστηκαν και παράγκες, επειδή δεν χωρούσαν οι ασθενείς. Υπήρχαν δωμάτια για τέσσερις, για δύο και για ένα άτομο, ανάλογα με την περίπτωση. Ήταν χωρισμένοι οι άνδρες και οι γυναίκες. Είχε περίπου 800-1000 άτομα.
Τότε δεν υπήρχαν θεραπείες και φάρμακα. Τον ένα μήνα κάναμε νυχτέρκα. Κάποιες νύκτες κοιμούμουν στο ψυχιατρείο. Στην πορεία, ενοικίασα ένα δωμάτιο στη Λευκωσία».
Στην αρχή δεν είχαμε ρούχα για να ντύνουμε τους ασθενείς. Επί αγγλοκρατίας, τους έπαιρναν τα ρούχα που επιστρέφαν οι αστυνομικοί. Τα παντελόνια τα έπαιρναν οι άντρες και τους σάκους τους έφερναν στις γυναίκες, για να τους φορούν το χειμώνα

olution=2&Doc=1222750" style="width:300px" /><
Τα μαρτύρια στο θάλαμο με τις 70 γυμνές
Σκύβει το κεφάλι και κάνει μακρά παύση όταν ερωτάται, για τις φήμες ότι αρχές του περασμένου αιώνα οι τρόφιμοι του ψυχιατρείου υπόκειντο σε βασανιστήρια.
«Όταν πήγα, είδα ότι στο έδαφος σε ένα θάλαμο είχε ένα σίδερο. Διερωτόμουν τι είναι. Ρώτησα μία ηλικιωμένη νοσοκόμα και είπε μου ότι είχε 70 γυναίκες ασθενείς, βαριά περιστατικά και ήταν γυμνές. Εφορούσαν τους ζουρλομανδία και εδέναν τα χέρια τους πίσω. Μετά εδέναν τες πας το σίδερο. Εγώ, δεν τα έφτασα αυτά. Είχε βγει ένα νέο φάρμακο και το βράδυ τους το δίναμε για να ηρεμήσουν».
Από την εποχή που αρχίσαμε να μπαίνουμε εμείς, που ήμασταν πιο μορφωμένοι, άρχισαν και οι ασθενείς να έχουν άλλη συμπεριφορά. Είχε νοσοκόμες, που ήταν αγράμματες. Κάποιες ήταν πολύ καλές και κάποιες όχι. Παλιά το κριτήριο για προσλάβουν νοσοκόμες ήταν να ήταν ψηλές και γεροδεμένες, για να κουμαντάρουν τους ασθενείς».
Το τεχνητό κώμα και… τα ηλεκτροσόκ
«Αρχικά όταν πήγα, κάναμε ινσουλονοθεραπεία στους ασθενείς. Είχαμε χαμηλά κρεβάτια. Ξάπλωνε ο ασθενής, του έδιναν μια δόση ινσουλίνης και έπεφτε σε κώμα. Έπρεπε να προλάβουμε, να διακόψουμε εκείνο το κώμα. Περνούσαμε λάστιχο από τη μύτη στο στομάχι, κτυπούσαμε δύο αυγά με το γάλα και τα διοχετεύαμε στο στομάχι με ένα χωνί. Αυτό γινόταν για να μεν πάθει σοκ από την ινσουλίνη ο ασθενής.
Μετά άρχισε το ηλεκτροσόκ χωρίς αναισθητικό, το οποίο ήταν επώδυνο. Μπαίναμε σε μία αίθουσα. Είχε μία κούπα με νερό και δίπλα ένα μηχάνημα, το οποίο έδινε ποσότητα ρεύματος. Το νερό είχε ηλεκτρολύτες. Βγάζαμε τον ασθενή σε ένα ψηλό τρόλεϊ, δύο άτομα τον κρατούσαν από τα γόνατα και δύο από τη μέση. Έβαζε τα πόδια του στο νερό και γινόταν το ηλεκτροσόκ. Ήταν μια θεραπεία που ήρθε από την Αγγλία. Κάποιοι έβλεπαν διαφορά.
Το 1964 μετακομίσαμε στο νέο ψυχιατρείο, που βρίσκεται τώρα το Νοσοκομείο Αθαλάσσας. Το ηλεκτροσόκ συνέχισε μέχρι τη δεκαετία του 1980, αλλά γινόταν με αναισθητικό. Είχε κοπέλα που ήταν γυμνή στην απομόνωση έξι μήνες. Μετά από μία εβδομάδα που έκανε ηλεκτροσόκ, είδε μεγάλη βελτίωση. Είμαι της άποψης, ότι πρέπει οι άρρωστοι να πηγαίνουν σπίτι τους. Δεν πρέπει να μένουν για πάντα στο ψυχιατρείο.
Οι πιο πολλοί ασθενείς, πάντως, θυμούνταν για χρόνια το ηλεκτροσόκ. Το ξέρω επειδή, έγινα φίλη με μια ασθενή και την έβγαλα και έμενε σπίτι μαζί μας».
Η ιστορία της Ε.
Η κουβέντα, πάει στην κοπέλα που ήταν τρόφιμος για περίπου είκοσι χρόνια στο ψυχιατρείο και με την οποία ανέπτυξε αδελφική σχέση. Είχε μπει στο ψυχιατρείο τη δεκαετία του 1950 και το 1974, την έβγαλε με άδεια των γονιών της. Για 43 ολόκληρα χρόνια και μέχρι το 2017 που απεβίωσε, έμενε με την ίδια και το σύζυγό της.
«Ήταν πέντε έξι χρόνια πιο μεγάλη μου. Κάποια στιγμή τη δεκαετία του 1950, πήγαν έξω στα χωράφια με τον παπά της. Έπεσε από το γαϊδούρι και κτύπησε το κεφάλι της. Ο παπάς της, την έπαιρνε στους γιατρούς και τελικά του είπαν, ότι πρέπει να τη βάλει στο ψυχιατρείο. Μετά από ένα χρόνο, είδε βελτίωση και την έβγαλε. Δεν την αποδέχθηκαν, όμως, στο χωριό της, επειδή μπήκε ψυχιατρείο. Παρακαλούσε τον πατέρα της να την πάρει πίσω στο γιατρό. Και έτσι εφέραν την μέσα.
Έμενε σ’ ένα θάλαμο που ήταν οι χρόνιοι ασθενείς. Όλες οι νοσηλεύτριες εφοούνταν την, επειδή ήταν πολύ γεροδεμένη και επιθετική. Όμως, εκαθάριζε και έλουνε τις άλλες τρόφιμες. Τις αγαπούσε. Ένιωθε πως ήταν αδερφές της. Με τις νοσοκόμες ήταν διαφορετική, επειδή κάποιες της θύμωναν.
Εγώ εσυμπάθησά την και άρχισα να της μιλώ. Σιγά, σιγά έγινε το δεξί μου χέρι. Ήταν πάντα πρόθυμη να βοηθήσει. Όταν έφυγα από εκείνο το θάλαμο, της είπα θα σε πάρω μαζί μου. Ήμουν υπεύθυνη της αποθήκης. Έπρεπε να παραδίδω σεντόνια καθαρά και να μου φέρνουν τα λερωμένα να τα μετρήσω και να τα πάρω στο Καϊμακλί, που ήταν το πρώτο πλυντήριο. Με βοηθούσε, μετρούσε όλα τα σεντόνια.
Σε κάποια στιγμή, το 1974 είπα του γιατρού ότι θέλω να τη βγάλω. Μου είπε, ότι πρέπει να δώσουν έγκριση οι γονείς της. Πήρα άδεια από το γιατρό και την πήρα στους γονιούς της και την αδερφή της. Τους ζήτησα να μου υπογράψουν. Ο πατέρας της υπέγραψε. Είπα του γιατρού, ότι κάθε εβδομάδα θα την φέρνω και ανάλογα με την κατάστασή της να κρίνουμε εάν πρέπει να νοσηλευτεί.
Με τον άντρα μου έγιναν φίλοι. Μωρά εν είχαμε. Είχα την Ε. και αυτή εμένα. Για μένα, ήταν σαν την αδερφή μου. Εν έκαμνε χωρίς εμένα και εν έκαμνα, ούτε εγώ, χωρίς εκείνη. Πήγαινα σπίτι έβρισκα το τραπέζι στρωμένο. Καθόμασταν στο τραπέζι και κάναμε παρέα. Ο άντρας μου, εκείνη κι εγώ. Της άρεσε να μαγειρεύει. Έκαμνεν ωραιότατα φαγητά. Της έμαθε ο άντρας μου. Από τότε που βγήκε, δεν ξαναμπήκε στο ψυχιατρείο, επειδή δεν σταμάτησε να παίρνει τα φάρμακα της.
Όσοι έρχονταν σπίτι μου, δεν καταλάβαιναν ότι ήταν ψυχικά ασθενής. Καμιά φορά με ρωτούσαν “μα ποια είναι η γυναίκα σπίτι σου, που μας καλωσόρισε και ήθελε να μας κάνει καφέ;” Δεν σταμάτησε ποτέ να έχει επαφή με τους δικούς της. Τους τηλεφωνούσε συνέχεια.
Έμεινε σπίτι μου μέχρι που πέθανε. Φέραμε κοπέλα να βοηθά, όταν χειροτέρεψε η κατάστασή της. Έπεφτε χαμέ και δεν μπορούσαμε να τη σηκώσουμε δύο άτομα. Έφερνα βοήθεια για να τη σηκώσουμε. Μου έλεγε “να με πάρεις σε ίδρυμα”. Απαντούσα της, “εν σε παίρνω πούποτε“… Πέθανε το 2017».

<
Η ιστορία της Μ.
«Συνδέεσαι με τους ανθρώπους όταν δουλεύεις. Αγαπούσαμε τους ασθενείς. Φροντίζαμε να γίνουν καλά να επιστρέψουν στην οικογένειά τους. Εζυμώναμε και κάναμε τα απογεύματα τσάγια, κανένα πάρτι... Περνούσαμε καλά.
Έβγαλα ακόμη μία κοπέλα έξω. Με βοηθούσε πολύ στο παλιό ψυχιατρείο, που ήμουν υπεύθυνη. Είχε 9 αδελφές και ήταν ελεύθερες και έπρεπε να παντρευτούν. Γι’ αυτό την άφησαν στο ψυχιατρείο. Ο πατέρας της τότε, είχε καμήλες και μετέφερε άχυρο. Όταν γίναμε φίλες, πήρα άδεια να την πάρω σε ένα πανηγύρι. Ήθελε να πάει στον Άγιο Παντελεήμονα. Την πήρα για ένα σαββατοκυρίακο. Σηκώνεται ο άντρας μου το πρωί και λέει μου “σήκου και έφυεν η Μ.”. Επήα στην κάμαρη και ήβρα το κρεβάτι στρωμένο. Βγαίνουμε έξω και ήβραμεν την αυλή σιόνι. Εσκούπησε και καθάρισε το σπίτι.
Ετοιμαστήκαμε και πήγαμε πρώτα στη μάνα μου στο χωριό. Κάτσαμε και ήπιαμε καφέ. Ούτε κατάλαβε κανένας, ότι ήταν ασθενής του ψυχιατρείου. Λέω της “την άλλη εβδομάδα θα σε πάρω στους δικούς σου”. Επήρα την στο χωριό της. Είχε κόσμο που εχώννετουν, πίσω που τις πόρτες για να δει την άρρωστη του ψυχιατρείου. Όταν φτάσαμε ήταν η μάνα της και τρεις από τις αδερφές της. Αγκαλιάσαν την και την καλωσόρισαν. Ζήτησε τον παπά της.
Τον ήβραμεν ντυμένο με ζιμπούνι, καπέλο και βράκα. Ετάιζεν τις καμήλες. Μόλις την είδε αγκάλιασέ την και άρχισε να κλαίει. Έκατσεν κάτω και έκλαιε… Έκλαιε… Έκλαιε, επί είκοσι λεπτά. Είχε δέκα χρόνια να την δει. Η μάμα και οι αδερφές της πήγαιναν στο ψυχιατρείο και την έβλεπαν, αλλά ο παπάς της λόγω των δουλειών του, εν μπορούσε. Λαλεί του παπά “να σφάξεις σιήρο για την Αριστοθέα και τον άντρα της”. Λαλεί της “μάνα μου, εν μπορουμε τωρά να σφαξουμε σιήρο ”. Τελικά έσφαξαν τον πετεινό, οι αδερφές της έκαμαν μακαρόνια με το σκλινίτζι, εζυμώσαν, φάγαμε και φύγαμε….Χάρηκε πάρα πολλά».
«Ίγκος κόρη Καίτη…»
«Είχε και αρκετά ευτράπελα στο ψυχιατρείο. Θυμούμαι ήμασταν στο θάλαμο των ασθενών που ήταν σοβαρά. Μια νοσοκόμα φοβήθηκε μια ασθενή. Άρχισε να τρέχει μες το διάδρομο. Όπως έτρεχε έπεσε πας το κάγκελο και έπεσε. Πάει η ασθενής κοντά της και λαλεί της ίγκος κόρη Καίτη ( δηλ. ήβρα σε…). Ενόμιζεν ότι επαίζαν χωστό…».
Το μυστικό είναι η αγάπη
«Κάποιες έρχονταν νεαρές και γερνούσαν μέσα στο ψυχιατρείο. Κάποιες δεν τις ήθελαν οι συγγενείς τους, δεν έρχονταν καν να τις δουν, λόγω της προκατάληψης. Πολλές φορές τους στέλλαμε μηνύματα να έρθουν να τις δουν επειδή ήταν κρίμα. Είχε μια ψυχικά ασθενή που ήταν ο φόβος και ο τρόμος. Τσακώθηκε με μία άλλη και μπήκα να τις χωρίσω. Έδωσε μου έναν πάτσο για να φύω και μετά ήρθε και εζήτησε μου συγνώμη, επειδή την αντιμετώπιζα με αγάπη. Οι δικοί της δεν ήρθαν ποτέ να την δουν.
Ο ψυχικά ασθενής θέλει αγάπη, θέλει αναγνώριση. Μπορεί να έχει τα δικά του, τις σκέψεις του αλλά ο τρόπος που θα του συμπεριφερθείς, η προσέγγιση έχει μεγάλη σημασία. Όταν τον αγαπήσεις σε αγαπά πιο πολλά αυτός. Μπορεί να θυσιαστεί για σένα ο ασθενής. Όταν καταλάβει, ότι θεωρείς ότι είναι άνθρωπος αλλάζει στάση».
Η ιστορία της νοσηλεύτριας πρότυπο, Αριστοθέας Χατζηπαύλου, μας υπενθυμίζει πως έχουμε ακόμη πολλά να κάνουμε, για αυτούς που πάσχουν με ψυχικά νοσήματα. Και το πιο σημαντικό από αυτά, είναι να τους αποδεχθούμε…
*Οι φωτογραφίες της κ.Αριστοθέας, τη δεκαετία του 1960-70, είναι από το βιβλίο του Φίλιππου Φιλίππου, Ιστορική διαδρομή της Ψυχικής Νόσου στην Κύπρο
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: