Μόνο ως απαράδεκτη αδιαφορία μπορεί να χαρακτηριστεί η στάση που επέδειξαν οι Αρχές συγκεκριμένου Δήμου, σε υπόθεση που αφορούσε την επικινδυνότητα κτιρίου, το οποίο εφαπτόταν με πεζοδρόμιο.
Όπως αναφέρει στην ετήσια έκθεσή της για το 2017 η Επίτροπος Διοικήσεως Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη, μετά από την εξέταση παραπόνου πολίτη προς το Γραφείο της, διαπιστώθηκε ότι από μπαλκόνι οικοδομής η οποία κρίθηκε επικίνδυνη, έπεφταν κομμάτια τσιμέντου πάνω στο πεζοδρόμιο, από το οποίο περνούσαν καθημερινά δεκάδες πεζοί.
Από καθαρή τύχη, δηλαδή δεν τραυματίστηκε κανείς κατά τη διέλευσή του από το συγκεκριμένο σημείο.
Μόνο όταν παρενέβη η Επίτροπος Διοικήσεως ευαισθητοποιήθηκαν οι αρμόδιοι και λήφθηκαν μέτρα για να αποτραπούν τα χειρότερα.
Στην έκθεσή της, η κ. Λοττίδου εξηγεί ότι με βάση τον σχετικό Νόμο, περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών, όταν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι μια οικοδομή είναι σε αυτή την κατάσταση, κρίνεται δηλαδή επικίνδυνη για τους διερχόμενους ή ακόμη και τις γειτονικές οικοδομές, τότε είναι επιβεβλημένη η λήψη μέτρων για άρση του κινδύνου.
Για το λόγο αυτό, σημειώνει, η Αρχή πρέπει να επιδώσει έγγραφη ειδοποίηση στον ιδιοκτήτη για τη λήψη επαρκών μέτρων, ώστε να αρθεί η επικινδυνότητα της οικοδομής εντός καθορισμένης προθεσμίας.
Εάν, υπογραμμίζει η Επίτροπος Διοικήσεως, ο ιδιοκτήτης δεν συμμορφωθεί μετά την επίδοση της ειδοποίησης, τότε η αρμόδια Αρχή μπορεί να μεριμνήσει αυτοβούλως λαμβάνοντας διορθωτικά μέτρα για άρση της επικινδυνότητας.
Τα έξοδα επιδιόρθωσης σε κάθε περίπτωση θα βαραίνουν τον ιδιοκτήτη, ο οποίος και θα υποχρεωθεί να τα καταβάλει.
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, η κ. Λοττίδου εξηγεί τι γίνεται ακόμη και στην περίπτωση που μια οικοδομή χρησιμοποιείται ως κατοικία και επομένως οι Αρχές αδυνατούν να επέμβουν.
Η Επίτροπος Διοικήσεως τονίζει πως η αρμόδια Αρχή έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει σχετικό δικαστικό διάταγμα που θα επιτρέπει την είσοδο στην οικοδομή και τη λήψη των διορθωτικών μέτρων, ώστε να αποτραπεί η επικινδυνότητα.
Όπως αναφέρει στην ετήσια έκθεσή της για το 2017 η Επίτροπος Διοικήσεως Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη, μετά από την εξέταση παραπόνου πολίτη προς το Γραφείο της, διαπιστώθηκε ότι από μπαλκόνι οικοδομής η οποία κρίθηκε επικίνδυνη, έπεφταν κομμάτια τσιμέντου πάνω στο πεζοδρόμιο, από το οποίο περνούσαν καθημερινά δεκάδες πεζοί.
Από καθαρή τύχη, δηλαδή δεν τραυματίστηκε κανείς κατά τη διέλευσή του από το συγκεκριμένο σημείο.
Μόνο όταν παρενέβη η Επίτροπος Διοικήσεως ευαισθητοποιήθηκαν οι αρμόδιοι και λήφθηκαν μέτρα για να αποτραπούν τα χειρότερα.
Στην έκθεσή της, η κ. Λοττίδου εξηγεί ότι με βάση τον σχετικό Νόμο, περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών, όταν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι μια οικοδομή είναι σε αυτή την κατάσταση, κρίνεται δηλαδή επικίνδυνη για τους διερχόμενους ή ακόμη και τις γειτονικές οικοδομές, τότε είναι επιβεβλημένη η λήψη μέτρων για άρση του κινδύνου.
Για το λόγο αυτό, σημειώνει, η Αρχή πρέπει να επιδώσει έγγραφη ειδοποίηση στον ιδιοκτήτη για τη λήψη επαρκών μέτρων, ώστε να αρθεί η επικινδυνότητα της οικοδομής εντός καθορισμένης προθεσμίας.
Εάν, υπογραμμίζει η Επίτροπος Διοικήσεως, ο ιδιοκτήτης δεν συμμορφωθεί μετά την επίδοση της ειδοποίησης, τότε η αρμόδια Αρχή μπορεί να μεριμνήσει αυτοβούλως λαμβάνοντας διορθωτικά μέτρα για άρση της επικινδυνότητας.
Τα έξοδα επιδιόρθωσης σε κάθε περίπτωση θα βαραίνουν τον ιδιοκτήτη, ο οποίος και θα υποχρεωθεί να τα καταβάλει.
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, η κ. Λοττίδου εξηγεί τι γίνεται ακόμη και στην περίπτωση που μια οικοδομή χρησιμοποιείται ως κατοικία και επομένως οι Αρχές αδυνατούν να επέμβουν.
Η Επίτροπος Διοικήσεως τονίζει πως η αρμόδια Αρχή έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει σχετικό δικαστικό διάταγμα που θα επιτρέπει την είσοδο στην οικοδομή και τη λήψη των διορθωτικών μέτρων, ώστε να αποτραπεί η επικινδυνότητα.