powered by inbusiness-news-logo cbn omada-logo celebrity-logo LOGO-PNG-108

Η επίθεση στην οικία του Γαβριήλ, επίθεση στην Δημοκρατία-Η απάντηση στην διαφωνία δεν μπορεί να είναι η βία

Η επίθεση με κροτίδες στο σπίτι του καλλιτέχνη Γιώργου Γαβριήλ δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ένα μεμονωμένο επεισόδιο «αγανακτισμένων» ή ως μια ακόμα πράξη τυφλής βίας. Πρόκειται για ένα γεγονός με σαφές πολιτικό και δημοκρατικό αποτύπωμα, ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη τα όσα προηγήθηκαν μέσα από τον σάλο, τις οργανωμένες αντιδράσεις, αλλά και τις απειλές κατά της ζωής του, αναφορικά με τους πίνακες του που προκάλεσαν για άλλη μια φορά μεγάλη δημόσια συζήτηση, με τους μεν να τάσσονται υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης, ακόμα και αν αυτή προκαλεί, και τους δε να κάνουν λόγο ακόμη και για διάπραξη ποινικών αδικημάτων. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Με κροτίδες επιτέθηκαν άγνωστοι στην οικία του Γιώργου Γαβριήλ-Ψάχνουν κλειστά κυκλώματα οι Αρχές

Όταν ένας άνθρωπος εκφράζεται μέσα από την τέχνη του ή τον λόγο του και ακολουθείται από στοχοποίηση, απειλές και τελικά επίθεση στο ίδιο του το σπίτι, τότε η συζήτηση ξεφεύγει από τα όρια της αισθητικής διαφωνίας ή της κριτικής. Αγγίζει τον πυρήνα της δημοκρατίας, την ελευθερία της έκφρασης και την ασφάλεια του πολίτη.

Το ζητούμενο δεν είναι εάν τα έργα του ζωγράφου είναι προσβλητικά ή όχι. Ο καθένας, σε μια Δημοκρατική χώρα και βάσει του Συντάγματος, είναι ελεύθερος να εκφράζει την άποψή του. Και η Δημοκρατία δεν δοκιμάζεται μόνο στις αίθουσες του κοινοβουλίου ή στις κάλπες. Δοκιμάζεται ακόμα και όταν ο δημόσιος λόγος πολώνεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάποιοι να θεωρούν θεμιτό να μεταφέρουν τη διαφωνία τους από τον λόγο στη βία. Ωστόσο, όταν η οποιαδήποτε απειλή παύει να είναι «θεωρητική» και γίνεται πράξη, τότε αναμφίβολα τα όρια έχουν ήδη ξεπεραστεί και η κατάσταση κρίνεται επικίνδυνη. 

Το γεγονός ότι η επίθεση στην οικία του καλλιτέχνη έρχεται μετά από περίοδο έντονης στοχοποίησης, κατά την οποία εκφράστηκαν δημόσια απειλές, χωρίς ωστόσο να υπάρξει αποτροπή και η ανάλογη προστασία από τις αρμόδιες Αρχές, προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η σιωπή, η αδράνεια, η ατιμωρησία ή ακόμη και η «χλιαρή» καταδίκη από οποιοδήποτε που συνέβαλε στην πυροδότηση της κατάστασης, χτίζει έδαφος για νομιμοποίηση της βίας σε τέτοιες περιπτώσεις. Και δεν χρειάζεται κάποιος να δώσει εντολή, ως ηθικός αυτουργός, αρκεί να καλλιεργηθεί η ιδέα ότι ο άλλος το προκάλεσε. Δηλαδή, ότι το θύμα στην ουσία είναι και ο θύτης. 

Η καταδίκη της βίας οφείλει σε τέτοιες περιπτώσεις να είναι καθολική, χωρίς αστερίσκους, χωρίς «ναι μεν αλλά», χωρίς υπαινιγμούς ότι η ελευθερία της έκφρασης είναι αποδεκτή μόνο όταν δεν ενοχλεί. Διαφορετικά, το μήνυμα που εκπέμπεται είναι επικίνδυνο, ότι η κοινωνική ή πολιτική πίεση μπορεί να λειτουργήσει εκφοβιστικά.

Η επίθεση στο σπίτι του καλλιτέχνη δεν αφορά μόνο τον ίδιο. Αφορά κάθε πολίτη που εκφράζεται, κάθε δημιουργό που τολμά, κάθε δημοσιογράφο, πολιτικό ή απλό πολίτη που παίρνει θέση στον δημόσιο χώρο. Αν η βία γίνει εργαλείο «διόρθωσης» του λόγου, τότε η Δημοκρατία μετατρέπεται σταδιακά σε πεδίο φόβου και αυτολογοκρισίας.

Σε μια ώριμη Δημοκρατία, η απάντηση σε έναν λόγο που ενοχλεί δεν είναι η απειλή, δεν είναι η βία, ούτε η κροτίδες στην οικία του ή βόμβα στο όχημα του, αλλά ο αντίλογος. Όλα τα υπόλοιπα είναι σημάδια εκτροπής και προειδοποίηση ότι τα όρια μετακινούνται επικίνδυνα.

Από την άλλη, στην εξίσωση προστίθεται και η ευθύνη της Πολιτείας αλλά και της Αστυνομίας, δεδομένου πως είχαν προηγηθεί δημόσιες καταγγελίες για απειλές, εξού και η επίθεση στην οικία του καλλιτέχνη δεν μπορεί θεωρηθεί αναπάντεχη. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αποτυχία πρόληψης δεν είναι απλώς επιχειρησιακό ζήτημα, είναι θεσμικό πρόβλημα, καθώς οι απειλές είχαν διατυπωθεί δημόσια, χωρίς ωστόσο οι θεσμοί να καταφέρουν να αποτρέψουν την εγκληματική ενέργεια.  

Και οι αρμόδιοι θεσμοί, δεν κρίνονται μόνο από το αν οι δράστες θα εντοπιστούν εκ των υστέρων, αλλά από το αν το κράτος μπορεί να αποτρέψει την κλιμάκωση, πριν αυτή μετατραπεί σε βία. Η αστυνομική προστασία δεν αποτελεί προνόμιο, αλλά υποχρέωση όταν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις κινδύνου, ειδικότερα σε τέτοιο κλίμα. Και η αδράνεια, όταν υπάρχουν προειδοποιητικά σημάδια, λειτουργεί εκ των πραγμάτων ως κενό ασφάλειας που μπορεί να αξιοποιηθεί από όσους επιλέγουν τον δρόμο της βίας.

Η διερεύνηση της επίθεσης οφείλει, συνεπώς, να μην περιοριστεί στον εντοπισμό των φυσικών αυτουργών. Οφείλει να εξετάσει αν οι απειλές αξιολογήθηκαν, αν υπήρξε εκτίμηση κινδύνου, αν ζητήθηκε ή προσφέρθηκε προστασία και, τελικά, αν το κράτος στάθηκε στο ύψος της ευθύνης του. Διότι σε αντίθετη περίπτωση, το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι η προστασία έρχεται μόνο αφού έχει ήδη συμβεί το κακό. Σε μια Δημοκρατία, η ασφάλεια του πολίτη δεν είναι διαπραγματεύσιμη, ούτε εξαρτάται από το αν οι απόψεις του οποιοδήποτε είναι ανεκτές στην πλειοψηφία. Ούτε η ασφάλεια μπορεί να παρέχεται με το ποιος είναι αυτός που δέχεται τις απειλές. Αν η Πολιτεία δεν μπορεί ή δεν θέλει να προστατεύσει όσους στοχοποιούνται επειδή εκφράζονται, τότε το πρόβλημα δεν είναι απλώς αστυνομικό, αλλά θεσμικό. 

Η υπόθεση του Γαβριήλ λειτουργεί ή καλύτερα λειτούργσε και ως ένα τεστ. Όχι μόνο για την ελευθερία της έκφρασης, αλλά και για την ικανότητα του κράτους να προλαμβάνει, να προστατεύει και να εγγυάται ότι η διαφωνία δεν θα πληρώνεται με φόβο. Ωστόσο, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, διαφάνηκε αποτυχία, ωστόσο η ζημιά αυτής της αποτυχίας δεν περιορίζεται στο σπίτι του καλλιτέχνη που δέχθηκε την επίθεση, ακόμα και αν διαφωνεί κάποιος μαζί του. Αφορά το ίδιο το αίσθημα ασφάλειας της κοινωνίας και σε αυτό οφείλουν να συμφωνήσουν ακόμα και οι επικριτές του κ. Γαβριήλ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Ο θόρυβος για τα έργα Γαβριήλ και η απόφαση σταθμός του ΕΔΑΔ για τον προκλητικό πίνακα Apocalypse και την ελευθερία της έκφρασης

;