Το Εφετείο Κύπρου απέρριψε στο σύνολό της την πολιτική έφεση του Ελευθέριου Χιλιαδάκη, επιβεβαιώνοντας την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, για έκδοση συνοπτικής απόφασης υπέρ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (ΕΚΚ).
Ο Ελευθέριος Χιλιαδάκης υποχρεούται πλέον να καταβάλει διοικητικό πρόστιμο ύψους €140.000, πλέον τόκους και δικαστικά έξοδα.
Ο εφεσείων, ο οποίος διατελούσε εκτελεστικό μέλος του Δ.Σ. της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd κατά τους κρίσιμους χρόνους, είχε τιμωρηθεί για παραβάσεις του άρθρου 40(1) του Νόμου 190(Ι)/2007 περί Προϋποθέσεων Διαφάνειας.
Μετά την παράλειψη πληρωμής του προστίμου, το ποσό κατέστη εισπρακτέο ως αστικό χρέος, βάσει του άρθρου 39(2)(α) του Νόμου 73(I)/2009.
Παράλληλα, προσφυγή του Χιλιαδάκη κατά της επιβολής του προστίμου είχε ήδη απορριφθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο, ενώ σχετική έφεση εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου χωρίς, ωστόσο, να υπάρχει αναστολή της πράξης.
Το σκεπτικό του Εφετείου
Ο Πρόεδρος του Εφετείου, Αλέξανδρος Α. Παναγιώτου, απέρριψε και τους επτά λόγους έφεσης, αναπτύσσοντας αναλυτικό σκεπτικό.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η λειτουργός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου που υπέγραψε την ένορκη δήλωση ήταν απολύτως εξουσιοδοτημένη και σε θέση να βεβαιώσει τα κρίσιμα γεγονότα, καθώς συμμετείχε ουσιαστικά στη διαδικασία επιβολής του προστίμου και είχε πλήρη πρόσβαση στα αρχεία.
Εξάλλου, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός ότι η ΕΚΚ δεν νομιμοποιείται να κινήσει διαδικασίες είσπραξης ή ότι θα έπρεπε να ενεργεί ο Γενικός Εισαγγελέας.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι η ΕΚΚ είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, εκπροσωπείται δικαστικά από τον Πρόεδρο ή Αντιπρόεδρό της και έχει ρητή εξουσία να λαμβάνει δικαστικά μέτρα για είσπραξη διοικητικών προστίμων.
Το Εφετείο υπογράμμισε, επίσης, ότι η προβολή ισχυρισμών περί παραβίασης του Άρθρου 165 του Συντάγματος μπορεί να εξεταστεί μόνο στο πλαίσιο προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146.
Ο εφεσείων υποστήριξε ότι η ΕΚΚ είχε προωθήσει αντιφατικές θέσεις σε προηγούμενη διαδικασία. Το δικαστήριο έκρινε ότι η βάση της αγωγής καθορίζεται αποκλειστικά στο δικόγραφο και ήταν από την αρχή σαφές πως η απαίτηση αφορούσε είσπραξη διοικητικού προστίμου.
Το Εφετείο απέρριψε τους συνταγματικούς ισχυρισμούς του Χιλιαδάκη, επισημαίνοντας ότι η διαδικασία συνοπτικής απόφασης, σύμφωνα με τη νομολογία, προστατεύει και τα δύο μέρη, και ενεργοποιείται μόνο όταν δεν παρουσιάζεται συζητήσιμη υπεράσπιση.
Επιπλέον, η απόφαση αναφέρει ότι δεν υπήρχε λόγος παραπομπής στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει Άρθρου 144, αφού ζητήματα νομιμότητας της διοικητικής πράξης εξετάζονται αποκλειστικά στο Διοικητικό Δικαστήριο.
Το δικαστήριο επανέλαβε σταθερή νομολογία που αναφέρει ότι τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να αναθεωρούν ή να ελέγχουν τη νομιμότητα εκτελεστών διοικητικών πράξεων.
Πηγή: ΚΥΠΕ











