Στασιμότητα παρατηρείται στην υπόθεση του πρώην προέδρου της ΕΔΕΚ, Μαρίνου Σιζόπουλου, στην οποία η Αρχή κατά της Διαφθοράς, υπέδειξε διάπραξη ποινικών αδικημάτων, ρίχνοντας το μπαλάκι στην Νομική Υπηρεσία, αφενός για να προχωρήσει στην άρση της βουλευτικές του ασυλία και να δώσει οδηγίες για νέα έρευνα από την Αστυνομία και αφετέρου να οδηγήσει το σκάνδαλο ενώπιον της Δικαιοσύνης, εκτός και αν αποφασίσει διαφορετική γραμμή πλεύσης, καθώς το πόρισμα δεν είναι δεσμευτικό, όπως έπραξε και σε άλλες περιπτώσεις.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Δείχνει τέσσερα αδικήματα διαφθοράς σε βάρος Σιζόπουλου και άλλων τριών η Αρχή κατά της Διαφθοράς-Αυτούσια η έκθεση
Από τις 12 Σεπτεμβρίου 2025, το πόρισμα της Αρχής κατά της Διαφθοράς, βρίσκεται στα χέρια της Νομικής Υπηρεσίας, εντούτοις, παρά την σοβαρότητα της υπόθεσης και τους λόγους, που είναι εύκολα αντιληπτοί, προκειμένου να παρθούν άμεσα αποφάσεις για το τι μέλλει γενέσθαι, ακόμη αυτό δεν κατέστη δυνατόν, αν και έχουν παρέλθει τρεις μήνες.
Η Νομική Υπηρεσία, σε πρώτο στάδιο, καλείται να αποφασίσει εάν θα δώσει οδηγίες στην Αστυνομία για να συνέχιση των ερευνών, λαμβάνοντας σκυτάλη από την Αρχή κατά της Διαφθοράς και από εκεί και πέρα η υπόθεση να καταχωρηθεί στο Δικαστήριο. Ωστόσο, για να γίνει αυτό, ο Γενικός Εισαγγελέας θα πρέπει να αιτηθεί την άρση της βουλευτικής του ασυλίας, χωρίς όμως μέχρι στιγμής να έχουν γνωστοποιηθεί αποφάσεις, ενώ λαμβάνοντας υπόψη πως διανύουμε τον Δεκέμβριο, η κλεψύδρα του χρόνου, ώστε να γίνουν ενέργειες πριν το τέλος του 2025, αδειάζει.
Η καθυστέρηση που παρατηρείται από πλευράς Νομικής Υπηρεσίας, ενδεχομένως να έγκειται και στο γεγονός ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα νέο σταυροδρόμι. Και αυτό διότι, έρευνες για την εν λόγω υπόθεση είχαν διεξαχθεί και στο παρελθόν από την Αστυνομία και η ίδια η Νομική Υπηρεσία είχε αποφασίσει να μην προχωρήσει στις ποινικές διώξεις, επικαλούμενη - σύμφωνα με ανακοίνωση της τον Ιούλιο του 2022 - «μη ύπαρξης επαρκούς μαρτυρίας και δη της μη ύπαρξης ανεξάρτητης μαρτυρίας σε σχέση με την εμπλοκή και τον ρόλο που διαδραμάτισαν τα διάφορα εμπλεκόμενα πρόσωπα».
Τρία χρόνια μετά, στα πλαίσια διερεύνησης της ίδιας καταγγελίας που υποβλήθηκε από τον Γιώργο Βαρνάβα, η Αρχή κατά της Διαφθοράς κατέληξε σε εκ διαμέτρου αντίθετη απόφαση, ότι δηλαδή προκύπτουν ποινικά αδικήματα που αφορούν απάτη, πλαστογραφία και καταρτισμό πλαστού εγγράφου, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και συνωμοσία για καταδολίευση, βάζοντας στο κάδρο τον Μαρίνο Σιζόπουλο και άλλα τρία πρόσωπα.
Ως εκ τούτου, αποτελεί ερώτημα ο τρόπος που θα κινηθεί η Νομική Υπηρεσία. Είτε θα προχωρήσει με άρση της βουλευτικής του ασυλίας και θα δώσει οδηγίες στην Αστυνομία για συνέχιση των ερευνών, με σκοπό η υπόθεση να καταχωρηθεί ενώπιον Δικαστηρίου, είτε θα επαναλάβει την απόφαση που έλαβε το 2022. Στο ενδεχόμενο όμως να πράξει το πρώτο, τότε ο Γιώργος Βαρνάβας που προσέφυγε στην Αρχή κατά της Διαφθοράς, αντιδρώντας στην ουσία στην τότε απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας, δικαιώνεται και μπαίνει για άλλη μια φορά στην εξίσωση τα ζητήματα που τίθενται με το ανέλεγκτο του Γενικού Εισαγγελέα, αν ληφθεί υπόψη πως ο πρώην βουλευτής προσκόμισε την ίδια μαρτυρία, τόσο στην Αστυνομία όσο και στην Αρχή.
Πάντως, ο Μαρίνος Σιζόπουλος, απορρίπτει τα όσα του καταλογίζονται, δηλώνοντας μετά τον έκδοση του πορίσματος της Αρχής κατά της Διαφθοράς πως «είναι απόλυτα καθαρός», υποστηρίζοντας παράλληλα πως δεν έχει καμιά εμπλοκή. Παράλληλα, είχε γνωστοποιήσει την πρόθεση του να προβεί σε δημοσιογραφική διάσκεψη, όπου θα παρουσιάσει τεκμήρια, κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει συμβεί, ενώ αμφισβήτησε τα όσα καταγράφονται στο πόρισμα.
Η εν λόγω υπόθεση, που αφορά την πώληση μετοχών της εταιρείας TAXAN Properties Developers Ltd σε Ιρακινό επενδυτή, συνιστά ένα από τα πιο πολύκροτα σκάνδαλα που συνδέουν πολιτικά πρόσωπα, επιχειρηματικές δραστηριότητες και το πρόγραμμα πολιτογραφήσεων επενδυτών στην Κύπρο. Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης, το 2023, αυτή επανήλθε στο προσκήνιο μετά από νέες καταγγελίες που υποβλήθηκαν στην Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς από τον πρώην βουλευτή κ. Βαρνάβα. Η Αρχή άρχισε νέα έρευνα, εξετάζοντας έγγραφα, εταιρικούς φακέλους, τραπεζικές συναλλαγές και μαρτυρικές καταθέσεις, ενώ το κύριο αντικείμενο της έρευνας ήταν η διαδικασία πώλησης της TAXAN στον Ιρακινό επενδυτή και οι πιθανές επιπτώσεις στο πρόγραμμα πολιτογραφήσεων, καθώς και η αξιοπιστία των εγγράφων που κατατέθηκαν στις αρμόδιες αρχές.
Οι Λειτουργοί Επιθεώρησης της Αρχής κατά της Διαφθοράς, από την ενώπιόν τους μαρτυρία, κατέληξαν, στη βάση του βαθμού απόδειξης που εφαρμόζει η Αρχή, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που καταδεικνύουν ότι ο καταγγελλόμενος Μαρίνος Σιζόπουλος, γνώριζε το πραγματικό τίμημα πώλησης των μετοχών της ΤΑΧΑΝ και την ύπαρξη του συμβολαίου ημερομηνίας 4/10/2017. Συγκεκριμένα, ενώπιον των Λειτουργών Επιθεώρησης, μεταξύ άλλων, προσκομίστηκε έγγραφο το οποίο υπέγραψε ο καταγγελλόμενος, το οποίο παραπέμπει ρητά στο συμβόλαιο της 4/10/2017, το οποίο εμπεριείχε το αληθές τίμημα πώλησης των μετοχών της ΤΑΧΑΝ. Επίσης, δύο αξιωματούχοι εταιρειών – μετόχων της ΤΑΧΑΝ ανέφεραν ότι ο καταγγελλόμενος είχε γνώση επί του συμβολαίου ημερομηνίας 4/10/2017.
Συνεπώς, οι Λειτουργοί Επιθεώρησης κατέληξαν, στη βάση του βαθμού απόδειξης που εφαρμόζει η Αρχή, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις οι οποίες συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι ο Καταγγελλόμενος και άλλοι τρεις αξιωματούχοι εταιρειών – μετόχων της ΤΑΧΑΝ υπέγραψαν και υπέβαλαν σε Τράπεζα συμβόλαιο πώλησης των μετοχών της εταιρείας TAXAN, ημερομηνίας 17/10/2017, με ψευδές τίμημα (€1.600.000), αποκρύπτοντας το πραγματικό τίμημα (€2.025.000), το οποίο είχε καταγραφεί σε προγενέστερο συμβόλαιο ημερομηνίας 4/10/2017 (υπογράφτηκε δυνάμει πληρεξουσίου από έναν εκ των αξιωματούχων εταιρείας – μετόχου της ΤΑΧΑΝ εκ μέρους όλων των μετόχων της ΤΑΧΑΝ).
Στη βάση μαρτυρίας, οι λειτουργοί επιθεώρησης διαπίστωσαν ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις οι οποίες καταδεικνύουν ότι η υπογραφή του αλλοδαπού επενδυτή στο συμβόλαιο ημερομηνίας 17/10/2017, είχε πλαστογραφηθεί. Σύμφωνα με την κατάληξη των λειτουργών επιθεώρησης, η χρήση του συμβολαίου ημερομηνίας 17/10/2017 έγινε με σκοπό την παραπλάνηση τρίτου (ήτοι της Τράπεζας) και την απόκτηση κέρδους – οικονομικού οφέλους (έκπτωση 37% στο ποσό του δανείου και τη διαγραφή τους από εγγυητές του δανείου).
Πάντως, τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Κυβέρνηση μέσω του Γενικού Εισαγγελέα, δήλωσε στο Συμβούλιο Υπουργών του Συμβούλιο της Ευρώπης, το εξής: «Από το 2021 λειτουργεί στη Νομική Υπηρεσία σύστημα ελέγχου για την έγκαιρη επεξεργασία των ανακριτικών φακέλων. Το σύστημα αυτό προβλέπει προθεσμία 15 ημερών για την εξέταση των ανακριτικών φακέλων και την παροχή οδηγιών προς την Αστυνομία (π.χ. για καταχώριση κατηγορητηρίου), καθώς και προθεσμία μίας εβδομάδας προς τους ανώτερους λειτουργούς για τον τελικό έλεγχο. Μετά την έκδοση της απόφασης, οδηγίες ημερομηνιών 14.11.22 και 13.12.23 στάλθηκαν επίσης στους λειτουργούς που χειρίζονται ποινικές υποθέσεις, αναπαράγοντας ουσιαστικά τις πιο πάνω οδηγίες του 2021».











