Η απόφαση 2803 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη Γάζα, που εγκρίθηκε με 13 ψήφους υπέρ και την αποχή Ρωσίας και Κίνας, αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα και ιδιόμορφα ψηφίσματα στην ιστορία του οργανισμού.
Αυτό υποστηρίζει σε ανάλυσή της η βρετανική Guardian, σχολιάζοντας την απόφαση που έρχεται με έναν τρόπο να επισφραγίσει ή έστω να βάλει ένα λιθαράκι συμβιβασμού, σε μια στιγμή βαθιάς εξάντλησης της διεθνούς κοινότητας απέναντι στη συνεχιζόμενη κρίση στη Γάζα, όπου δύο χρόνια ισραηλινών επιχειρήσεων έχουν αφήσει πίσω περισσότερους από 70.000 νεκρούς, μια καταρρακωμένη οικονομία και σχεδόν το 70% των κτιρίων κατεστραμμένα.
Το ψήφισμα για την Γάζα πέρασε
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον απελπισίας, το ψήφισμα επιχειρεί να σταθεροποιήσει μια εύθραυστη εκεχειρία και να θέσει τα θεμέλια ενός νέου ειρηνευτικού μηχανισμού που κανείς δεν γνωρίζει αν μπορεί πραγματικά να λειτουργήσει.
Το επίκεντρο της απόφασης είναι η ανάθεση ενός «συμβουλίου ειρήνης», το οποίο προτείνεται και ουσιαστικά καθοδηγείται από τον Ντόναλντ Τραμπ. Η πρωτόγνωρη αυτή διάταξη δίνει στον Αμερικανό πρόεδρο μια θέση άνευ προηγουμένου στην πολιτική και στρατιωτική αρχιτεκτονική της Γάζας, με την εξουσία να εποπτεύει μια πολυεθνική Διεθνή Δύναμη Σταθεροποίησης, μια επιτροπή Παλαιστινίων τεχνοκρατών αλλά και μια νέα τοπική αστυνομική δύναμη. Το σχέδιο προβλέπει διετή μεταβατική περίοδο, κατά την οποία το εν λόγω συμβούλιο θα έχει την ευρεία ευθύνη για τη διακυβέρνηση και την ασφάλεια στη Λωρίδα της Γάζας, χωρίς όμως να υπόκειται στις προηγούμενες αποφάσεις του ΟΗΕ.
Το γεγονός ότι η σύνθεση του συμβουλίου δεν καθορίζεται στο κείμενο, πέρα από την αναφορά του Τραμπ ότι «θα προεδρεύεται από εμένα και θα περιλαμβάνει τους πιο ισχυρούς και σεβαστούς ηγέτες στον κόσμο», γεννά ανησυχίες για την πολιτική ουσία και τη νομιμοποίησή του ενώ αποτελεί κι με έναν τρόπο διπλωματική πρωτοτυπία στο ιστορικό των αποφάσεων του ΟΗΕ.
Ακόμα πιο θολή είναι η εικόνα για τη Διεθνή Δύναμη Σταθεροποίησης (ISF), για τη στελέχωση της οποίας οι ΗΠΑ έχουν απευθυνθεί σε χώρες όπως η Αίγυπτος, η Ινδονησία, η Τουρκία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ωστόσο, καμία από αυτές δεν επιθυμεί να εμπλακεί σε ενδεχόμενη σύγκρουση με τη Χαμάς, η οποία έχει ήδη δηλώσει ότι δεν πρόκειται να παραδώσει τα όπλα της. Η ISF θα πρέπει επίσης να αναλάβει την ασφάλεια περιοχών που σήμερα βρίσκονται υπό ισραηλινή στρατιωτική κατοχή, γεγονός που θα μπορούσε να ανοίξει έναν νέο κύκλο εντάσεων.
Μια ελάχιστη βάση προόδου
Το ίδιο ασαφές παραμένει το ζήτημα της παλαιστινιακής επιτροπής τεχνοκρατών. Ποιοι θα δεχτούν να συνεργαστούν με έναν μηχανισμό υπό την άμεση επιρροή του Τραμπ; Και ακόμη, πώς θα αποκτήσουν κύρος στους 2,2 εκατομμύρια Παλαιστίνιους που έχουν επιζήσει από μια καταστροφική σύγκρουση; Η πρόβλεψη για μια νέα τοπική αστυνομία, επίσης υπό την εποπτεία του συμβουλίου, μοιάζει περισσότερο με ευχή παρά με ρεαλιστικό σχέδιο, επσημαίνει η ανάλυση της βρετανικής εφημερίδας.
Παρά τις εγγενείς ασάφειες, πολλές χώρες επέλεξαν να στηρίξουν το ψήφισμα, όχι επειδή θεωρούν το κείμενο επαρκές, αλλά επειδή αναγνωρίζουν ότι μπορεί να αποτελέσει μια ελάχιστη βάση για μια διαδικασία σταθεροποίησης. Η αναφορά σε μια «μελλοντική Παλαιστίνη» εντάχθηκε την τελευταία στιγμή ύστερα από πιέσεις αραβικών και ισλαμικών κρατών. Ωστόσο, το κείμενο απέχει πολύ από τη σαφή δέσμευση στη λύση των δύο κρατών, μιλώντας απλώς για «ενδεχόμενες προϋποθέσεις» που ίσως οδηγήσουν σε αυτοδιάθεση και κρατική υπόσταση.
Παρά την αοριστία, Ευρωπαίοι διπλωμάτες θεώρησαν σημαντικό ότι ένας απεσταλμένος της κυβέρνησης Τραμπ αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει δημόσια τη φράση «αυτοδιάθεση και κρατική υπόσταση των Παλαιστινίων». Ο βετεράνος διαπραγματευτής Άαρον Ντέιβιντ Μίλερ σημείωσε ότι, αν και η εφαρμογή του ψηφίσματος παραμένει αμφίβολη, η απόφαση αντικατοπτρίζει μια νέα πραγματικότητα με τη διεθνοποίηση του ζητήματος της Γάζας και την υιοθέτηση, έστω και θεωρητικά και με ασαφή χρονικά και πολιτικά όρια, της λύσης των δύο κρατών ως τελικού στόχου.
Πηγή: Iefimerida











