Η Κύπρος ζητεί σαφή ορολογία και κριτήρια για τις μη νομικώς δεσμευτικές διεθνείς πράξεις με παρέμβασή της στην Έκτη Επιτροπή της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για την Έκθεση της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου (ILC).
Η Κυπριακή Δημοκρατία επικεντρώθηκε στο Κεφάλαιο IX, που αφορά τις μη νομικώς δεσμευτικές διεθνείς συμφωνίες, εκφράζοντας την εκτίμησή της για το έργο του Ειδικού Εισηγητή Mathias Forteau και την ανάγκη σαφούς διάκρισης μεταξύ συνθηκών και μη δεσμευτικών διεθνών πράξεων.
Η κυπριακή αντιπροσωπεία «ευθυγραμμίζεται με τη δήλωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και επαναβεβαίωσε την εκτίμησή της για το έργο της Επιτροπής, το οποίο θεωρεί «κρίσιμης πρακτικής σημασίας στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων». Όπως τόνισε ο εκπρόσωπος της κυπριακής αποστολής Θεόδουλος Πιττάκης, για τον καθορισμό της νομικής φύσης ενός εγγράφου, «η πρόθεση των μερών, όπως αυτή αντανακλάται στο περιεχόμενο και τη μορφή του, αποτελεί το επίκεντρο της αξιολόγησης».
Ωστόσο, η Κύπρος εξέφρασε επιφυλάξεις σχετικά με την ορολογία που χρησιμοποιείται στο υπό διαμόρφωση κείμενο. Όπως ανέφερε ο κ. Πιττάκης, «απέχει από τη χρήση του όρου “διεθνείς συμφωνίες” για να περιγράψει έγγραφα... που δεν αποσκοπούν στη δημιουργία νομικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων βάσει του διεθνούς δικαίου», επισημαίνοντας ότι αυτή η χρήση «δημιουργεί σύγχυση και μπορεί να παραπλανήσει ως προς τη νομική φύση του εγγράφου». Αντιθέτως, η Κύπρος χαιρέτισε την αναγνώριση του όρου “instrument” (πράξη/έγγραφο) ως καταλληλότερης εναλλακτικής, υπό την προϋπόθεση ότι «ορίζεται σαφώς ώστε να αποκλείει τις μονομερείς πράξεις».
Η Κύπρος υποστήριξε τη θέση του Εισηγητή ότι το αντικείμενο της μελέτης θα πρέπει να περιορίζεται σε γραπτά έγγραφα διεθνούς χαρακτήρα, αποκλείοντας μη δεσμευτικές διατάξεις συνθηκών, αποφάσεις διεθνών οργανισμών και μονομερείς πράξεις.
Η μελέτη, πρόσθεσε, «θα πρέπει ειδικότερα να περιορίζεται σε έγγραφα που, υπό άλλες συνθήκες, θα πληρούσαν τα κριτήρια συνθήκης, εάν δεν στερούνταν νομικής δεσμευτικότητας».
Η Κύπρος συμφώνησε ότι ένα έγγραφο μπορεί να είναι «πολιτικά δεσμευτικό χωρίς να είναι νομικά δεσμευτικό» και περιέγραψε την εσωτερική της πρακτική: κάθε περίπτωση εξετάζεται ξεχωριστά από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, προκειμένου να διαπιστωθεί η φύση του εγγράφου, η συμβατότητά του με το Σύνταγμα και την εθνική νομοθεσία, καθώς και να διεξαχθεί «εκτενής νομική εκτίμηση κινδύνου» για τις διεθνείς και εσωτερικές συνέπειές του.
Σε ό,τι αφορά το κριτήριο της πρόθεσης, η Κύπρος τόνισε ότι «η πρόθεση των μερών (ή συμμετεχόντων) αποτελεί το πρωτεύον κριτήριο» για τον καθορισμό της νομικής φύσης ενός εγγράφου, επισημαίνοντας όμως ότι «η ρητή διατύπωση πρόθεσης δεν είναι από μόνη της αποφασιστική». Υποστήριξε, συνεπώς, την πρόταση του Εισηγητή «να εισαχθεί η λέξη “γενικώς” πριν από το επίθετο “επαρκής” στο Σχέδιο συμπεράσματος 6», ώστε να αντικατοπτρίζεται η ευρύτερη πρακτική. Επίσης, τάχθηκε υπέρ της κατάρτισης συνοπτικού σχεδίου συμπεράσματος με ενδεικτικό κατάλογο σταθερών δεικτών, που βοηθούν στον προσδιορισμό της νομικής φύσης, σε περιπτώσεις όπου η πρόθεση δεν δηλώνεται ρητά.
Αναφερόμενος στην εθνική πρακτική, ο κ. Πιττάκης υπενθύμισε ότι η Κύπρος έχει εκπονήσει δικό της πρακτικό εγχειρίδιο, «βασισμένο στη γενικά αποδεκτή νομολογία και θεωρία του δικαίου των συνθηκών», το οποίο καθορίζει ότι «τα μη νομικώς δεσμευτικά έγγραφα δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν διατάξεις ή γλώσσα που δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις ή δικαιώματα».
Κλείνοντας, η Κύπρος «συνεχάρη την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου και τον Ειδικό Εισηγητή για το υποδειγματικό έργο τους» και εξέφρασε την ετοιμότητά της να συμβάλει περαιτέρω, μόλις παρουσιαστεί η τρίτη έκθεση και τα σχέδια συμπερασμάτων για τη διάκριση μεταξύ συνθηκών και μη δεσμευτικών διεθνών πράξεων.
Πηγή: ΚΥΠΕ











