Δεν προέκυψε καμία παρατυπία από τον έλεγχο συμμόρφωσης που διεξήγαγε η Ελεγκτική Υπηρεσία για τον Ανεξάρτητο Φορέα Κοινωνικής Στήριξης, απαντά, εκ μέρους της Επιτροπής Διαχείρισης του Φορέα ο Γενικός Λογιστής, Ανδρέας Αντωνιάδης, ο οποίος εκτελεί καθήκοντα Ταμία στην Επιτροπή, σημειώνοντας ότι τα ζητήματα που θέτει η έκθεση της Ελεγκτικής εκφεύγουν του ρόλου ενός ελεγκτικού οργάνου και γι' αυτό ζητήθηκε γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία.
Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι η αποστολή του Φορέα είναι καθαρά θεσμική και η Επιτροπή Διαχείρισης εκφράζει «έντονη ανησυχία για την προσπάθεια μετατροπής ενός τεχνοκρατικού ελέγχου συμμόρφωσης σε εργαλείο πολιτικής εκμετάλλευσης».
Η Επιτροπή Διαχείρισης διευκρινίζει στην ανακοίνωσή της, ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία προέβη σε έλεγχο συμμόρφωσης, με τον σκοπό του ελέγχου να διαμορφώνεται, λαμβάνοντας υπόψη καταγγελία που είχε υποβληθεί στην Ελεγκτική Υπηρεσία. Πιο συγκεκριμένα, ο έλεγχος αφορά το κατά πόσο ο Φορέας συμμορφώνεται με το νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία του από το 2015.
«Το συμπέρασμα της έκθεσης, μετά από ενδελεχή και πολύμηνο έλεγχο, είναι ότι, ουσιωδώς, ουδεμία παρατυπία και ουδέν μεμπτό έχει προκύψει, τόσο ως προς τις εισφορές/δωρεές όσο και ως προς την παροχή της οικονομικής στήριξης», υπογραμμίζει ο κ. Αντωνιάδης.
Σημειώνει, επίσης, ότι πέραν του ελέγχου συμμόρφωσης, η Ελεγκτική Υπηρεσία, «εισάγει αυτεπαγγέλτως άλλα ζητήματα, στα οποία και δίνει ιδιαίτερη έκταση και βαρύτητα, που πρώτον, δεν εμπίπτουν στον αρχικό σκοπό του ελέγχου, δεύτερον, εκφεύγουν των αρμοδιοτήτων της, το κυριότερο όμως στερούνται οποιασδήποτε ελεγκτικής μαρτυρίας και στοιχειοθέτησης».
Όπως υπογραμμίζει, τα ζητήματα αυτά «βρίσκονται εκτός του ρόλου και της αρμοδιότητας ενός ελεγκτικού οργάνου και αφήνουν σκιές, χωρίς την παράθεση οποιωνδήποτε στοιχείων, σε κρατικούς αξιωματούχους και θεσμούς του Κράτους».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, οι αναφορές της ΕΥ είναι βασισμένες «σε εικασίες και χωρίς ελεγκτική μαρτυρία, οι οποίες δημιουργούν εντυπώσεις, παραβιάζουν τις αρχές, τους κανόνες και τα πρότυπα που διέπουν τον έλεγχο συμμόρφωσης, δηλαδή τα ίδια τα ελεγκτικά κριτήρια που έχει θέσει η Ελεγκτική Υπηρεσία στην έκθεση και χρήζουν ενδελεχούς μελέτης από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, από την οποία έχει ζητηθεί γνωμάτευση».
Εξάλλου, η Επιτροπή σημειώνει ότι ο Φορέας λειτουργεί σε πλήρη συμμόρφωση με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. "Η ρυθμιστική πρόνοια για την προεδρία του Φορέα από την Πρώτη Κυρία είναι θεσμοθετημένη και δεν συνιστά, περίπτωση ιδιάζουσας σχέσης, όπως εσφαλμένα δημιουργείται η εντύπωση στην έκθεση", σημειώνεται.
Επιπλέον, αναφέρεται ότι η Επιτροπή Διαχείρισης απαρτίζεται από θεσμικούς εκπροσώπους του Δημοσίου. Οι αποφάσεις λαμβάνονται στη βάση δημοσιευμένων κριτηρίων επιλεξιμότητας και χωρίς πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα, διασφαλίζοντας την αμεροληψία και την ισότητα ευκαιριών.
"Η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου επιβεβαιώνει την ανάγκη προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο. Ο Φορέας απέδειξε ότι λειτουργεί με διαφάνεια και λογοδοσία, με το σχετικό υλικό να είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα του, www.socialsupport.gov.cy", προστίθεται στην ανακοίνωση.
Εξάλλου, η Επιτροπή Διαχείρισης αναφέρει ότι οι δωρεές και οι παροχές οικονομικής στήριξης έχουν παρουσιαστεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενισχύοντας τη λογοδοσία και υποβοηθώντας τον κοινοβουλευτικό έλεγχο. «Η πολιτική μας είναι ξεκάθαρη: πλήρης λογοδοσία και μηδενική ανοχή σε αδιαφανείς πρακτικές», σημειώνεται.
Προστίθεται, επίσς, ότι ο Ανεξάρτητος Φορέας Κοινωνικής Στήριξης παραμένει ανοιχτός σε διάλογο με όλους τους θεσμούς και την κοινωνία, επιδιώκοντας τη συνεχή βελτίωση των διαδικασιών και την περαιτέρω ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών. «Για αυτό και ανταποκρίνεται πάντα, όπως και τώρα, στις συστάσεις για βελτίωση της οικονομικής διαχείρισης του Φορέα, με σκοπό να εξελίσσεται και να βελτιώνεται».
Επιπλέον, αναφέρεται ότι η αποστολή του Φορέα είναι καθαρά θεσμική και η Επιτροπή Διαχείρισης εκφράζει «έντονη ανησυχία για την προσπάθεια μετατροπής ενός τεχνοκρατικού ελέγχου συμμόρφωσης σε εργαλείο πολιτικής εκμετάλλευσης». Όπως σημειώνει, η στοχευμένη και αποτελεσματική στήριξη των φοιτητών που βρίσκονται σε οικονομική και κοινωνική δυσχέρεια είναι υπεράνω κομματικών γραμμών, και «η δράση και προσφορά του Φορέα το έχει αποδείξει έμπρακτα. Συνεπώς, ο Φορέας θα πρέπει να ενισχυθεί ως ένα πολύ σημαντικό κοινωνικό εργαλείο», υπογραμμίζεται.
Η Διαχειριστική Επιτροπή αναφέρει ότι η κοινωνική αλληλεγγύη «δεν είναι υπόθεση εντυπώσεων, ούτε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης. Είναι υποχρέωση απέναντι στους νέους ανθρώπους και στις οικογένειες που έχουν πραγματική ανάγκη».
Ο Φορέας, διαβεβαιώνει, «θα συνεχίσει να υπηρετεί αυτόν τον σκοπό με συνέπεια, σεβασμό στους θεσμούς και προσήλωση στο δημόσιο συμφέρον».
Η έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας
Φαίνεται να υπάρχει σχέση επιρροής ή και προσδοκία οφέλους από μέρους των δωρητών σε σχέση με τις εισφορές τους στον Ανεξάρτητο Φορέα Κοινωνικής Στήριξης, διαπιστώνει στην έκθεσή της η Ελεγκτική Υπηρεσία, προτείνοντας θέσπιση εσωτερικής διαδικασίας, όπου ο Φορέας θα αποδέχεται εισφορές μόνο από εισφορείς οι οποίοι, ταυτόχρονα με την καταβολή της εισφοράς, θα δίνουν και τη συγκατάθεση τους για δημοσιοποίηση της εισφοράς τους.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΕΥ, ο Ανεξάρτητος Φορέας Κοινωνικής Στήριξης (Φορέας), που παρέχει οικονομική στήριξης σε φοιτητές που, λόγω έκτακτων περιστατικών, αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες στη συνέχιση της πανεπιστημιακής τους εκπαίδευσης, μέχρι και το 2022 είχε έσοδα και δαπάνες που ανέρχονταν στα €0,5 εκ ετησίως. Το 2023 και 2024 τα έσοδα του Φορέα είχαν σημαντική αύξηση 500%, αφού ανήλθαν στα €2,5 εκ. Σημαντική αύξηση παρατηρήθηκε και στις δαπάνες, οι οποίες ανήλθαν στα €1,6 εκ. για το 2024.
Όπως σημειώνει η Ελεγκτική Υπηρεσία, τα αυξημένα έσοδα για τα έτη 2023 και 2024 έδωσαν τη δυνατότητα να βοηθηθούν περισσότεροι δυσπραγούντες φοιτητές κατά το 2024, κάτι που χαρακτηρίζει "ιδιαίτερα θετικό".
Ωστόσο, η ΕΥ αναφέρει ότι από έλεγχο του καταλόγου των εισφορών που έλαβε ο Φορέας, επιβεβαιώθηκε ότι αριθμός εταιρειών, την ίδια περίπου περίοδο που είχε καταβάλει εισφορά στον Φορέα, είχε ή συνέχισε να διατηρεί, κάποιας μορφής οικονομική σχέση με το κράτος.
Συγκεκριμένα, φέρει ως παράδειγμα εταιρεία που κατά τα έτη 2023-2024 κατέβαλε συνολικές εισφορές €695.750, ενώ κατά την ίδια περίοδο είχε διαπραγματευτεί και υπογράψει σύμβαση μεγάλης διάρκειας και μεγάλου ποσού με το κράτος. Ακόμα, έξι εταιρείες του ναυτιλιακού κλάδου κατέβαλαν συνολικές εισφορές €750.000 το έτος 2024 (ποσοστό 34% των συνολικών εισφορών 2024) ενώ το ίδιο έτος, το Υπουργικό Συμβούλιο έλαβε αποφάσεις σχετικά με τον φόρο χωρητικότητας. Ακόμα, αναφέρεται σε πρόσωπα που συνδέονταν με το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα (ΚΕΠ), οι οποίοι κατέβαλαν εισφορές/δωρεές προς τον Φορέα, συνολικού ύψους, περίπου, €685.000, κατά τα έτη 2018 έως 2024.
«Υπάρχει σχέση, (ή φαίνεται να υπάρχει σχέση) επιρροής ή/και προσδοκία οφέλους», αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία, σημειώνοντας ότι δημιουργείται η εντύπωση της μεροληπτικής μεταχείρισης, ακόμα και αν η εισφορά είναι αποδεδειγμένα ανεξάρτητη, ενώ δύναται να εκληφθεί ότι ο Φορέας χρησιμοποιείται ως επικοινωνιακό μέσο.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, οι εν λόγω ιδιαιτερότητες του Φορέα, δημιουργούν ιδιάζουσα σχέση. «Ο/η σύζυγος της/του Προέδρου του Φορέα είναι ο/η εκάστοτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που λαμβάνει αποφάσεις οι οποίες επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τις ιδιωτικές εταιρείες – εισφορείς», αναφέρεται, ενώ προστίθεται ότι η εν λόγω ιδιάζουσα σχέση δεν προκύπτει με ευθύνη των εμπλεκόμενων, αφού οι σχετικές ρυθμίσεις καθορίστηκαν με το Νόμο το 2014 (Ν. 156(Ι)/2014).
Προστίθεται ότι από τον έλεγχο εντοπίστηκαν συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου σημαντικές εισφορές καταβλήθηκαν από εταιρείες οι οποίες είχαν κάποιας μορφής οικονομική δραστηριότητα με το κράτος, όπως για παράδειγμα εταιρεία που διαβουλευόταν με το κράτος για συμβόλαιο αρκετών εκατομμυρίων, την ίδια περίοδο κατέβαλε εισφορά στο Φορέα. «Οι περιπτώσεις αυτές δεν υποδηλώνουν από μόνες τους σκοπιμότητα. Ούτε είναι ασύνηθες, ιδιωτικές εταιρείες, στα πλαίσια του κοινωνικού τους έργου, να ενισχύουν ένα φιλανθρωπικό φορέα», σημειώνει η Ελεγκτική Υπηρεσία, προσθέτοντας, όμως, ότι αυτό που ιδιαίτερα προβληματίζει είναι η ύπαρξη παραγόντων, οι οποίοι μόνοι τους ή συνδυαστικά, μπορούν να υπονομεύσουν τη δημόσια εμπιστοσύνη των πολιτών.
«Η Υπηρεσία μας κρίνει ότι το υφιστάμενο σύστημα λειτουργίας και διαχείρισης του Φορέα δεν επαρκεί για να διασφαλίσει τη θεσμική ακεραιότητα που απαιτείται στις περιπτώσεις όπου η φιλανθρωπία διασταυρώνεται με την πολιτειακή εξουσία. Θεωρούμε ότι απαιτείται περισσότερη διαφάνεια», υπογραμμίζει, προχωρώντας σε σχετική σύσταση. «Σε κάθε περίπτωση, τελικός στόχος θα πρέπει να είναι η ενίσχυση της διαφάνειας, ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος τα οφέλη λειτουργίας του Φορέα να επισκιάζονται από δημόσια αμφισβήτηση», αναφέρει.
Η σύσταση της Ελεγκτικής
Η Ελεγκτική Υπηρεσία προτείνει ως μέτρο που θα μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά στο θέμα της διαφάνειας, το οποίο δεν προσκρούει στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή Διαχείρισης του Φορέα θεσπίσει εσωτερική διαδικασία όπου θα αποδέχεται εισφορές μόνο από εισφορείς οι οποίοι,ταυτόχρονα με την καταβολή της εισφοράς, θα δίνουν και τη συγκατάθεση τους για δημοσιοποίηση της εισφοράς τους. Για σκοπούς πρακτικότητας αλλά και ουσίας, σημειώνει, αυτό δύναται να εφαρμόζεται για εισφορές μεγαλύτερες συγκεκριμένου ποσού, π.χ. €20.000 ανά έτος.
Σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, ανάμεσα στα οφέλη τέτοιας ρύθμισης περιλαμβάνεται το ότι ο Φορέας άμεσα και αυτόβουλα θα λάβει μέτρο το οποίο θα ενισχύσει σημαντικά τη διαφάνεια και θα ελαχιστοποιήσει την οποιαδήποτε καχυποψία. Επίσης, σημειώνει ότι με αυτό τον τρόπο δεν απαιτείται νομοθετική ρύθμιση, παρόλο που η Βουλή θα μπορούσε να το ρυθμίσει, αν το επιθυμεί, και νομοθετικά.
Ακόμα, σημειώνει ότι σε μεγάλο βαθμό, δεν θα επηρεαστούν οι εισφορές από φυσικά πρόσωπα, εφόσον συνήθως τα ποσά που καταβάλλονται από αυτά είναι κάτω από €20.000, ενώ παράλληλα και ταυτόχρονα διατηρείται και η εμπιστευτικότητα.
Σύμφωνα με την ΕΥ, αποτελεί συνήθη και βέλτιστη πρακτική για τις περισσότερες ιδιωτικές εταιρείες που καταβάλλουν σημαντικά ποσά, στα πλαίσια της εταιρικής διακυβέρνησης, να δημοσιοποιούν τις εισφορέςτους για σκοπούς διαφάνειας οπότε, οι περισσότερες εταιρείες λογικά, θα συγκατατεθούν στη δημοσιοποίηση της πράξης τους. Έτσι, επιτυγχάνεται κατά αναλογία ευθυγράμμιση με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ο οποίος συστήνει, για σκοπούς δεοντολογίας, όπως οι επιχειρήσεις δημοσιεύουν το ύψος και τη φύση των φιλανθρωπικών εισφορών τους, ιδιαίτερα όταν αυτές σχετίζονται με κυβερνητικούς ή δημόσιους φορείς.
«H Υπηρεσία μας δεν ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω λύση είναι η μοναδική. Ίσως ο Φορέας ή/και το κράτος, αφού πρώτα κρίνουν την ανάγκη λήψης μέτρων προστασίας, να εξετάσουν, με τη συνδρομή της Νομικής Υπηρεσίας και άλλες νόμιμες εναλλακτικές λύσεις», αναφέρει η ΕΥ καταληκτικά.
Η τοποθέτηση του βουλευτή Νίκου Γεωργίου
Για το θέμα τοποθετήθηκε ο βουλευτής του ΔΗΣΥ, Νίκος Γεωργίου, ο οποίος αναφέρει ότι έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας επιβεβαιώνει τη θέση τους για περισσότερη διαφάνεια στις ιδιωτικές εισφορές προς τον Ανεξάρτητο Φορέα Κοινωνικής Στήριξης.
Όπως σημειώνει, «η Ελεγκτική Υπηρεσία ξεκαθαρίζει ότι ο Φορέας μπορεί άμεσα να εφαρμόσει ένα απλό και δίκαιο μέτρο: Αποδοχή εισφορών άνω ενός συγκεκριμένου ποσού (π.χ. €20.000) μόνο με ρητή συγκατάθεση για δημοσιοποίησή τους. Πρόκειται για διεθνώς καθιερωμένη πρακτική, πλήρως ευθυγραμμισμένη με τις συστάσεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Μια πρακτική που δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και δεν καταπατά κανένα δικαίωμα. Ενισχύει, αντιθέτως, την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος και τους θεσμούς σε μια εποχή απαξίωσης των πάντων».
Επισημαίνει πως «πριν από λίγους μήνες, με δική μου πρωτοβουλία, η Βουλή ψήφισε σχετική νομοθεσία που στηριζόταν στις αρχές της λογοδοσίας και της διαφάνειας. Δεν επιδίωξα τίποτε περισσότερο από το αυτονόητο: κανόνες, διαφάνεια, λογοδοσία. Η συγκεκριμένη νομοθεσία κρίθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ως αντισυνταγματική, για λόγους που σχετίζονται με τη δομή και διαμόρφωση του κειμένου της. Μια απόφαση που σεβαστήκαμε απόλυτα».
Τονίζει ότι «κατά τη συζήτηση της πρότασης η κυβέρνηση είχε την ευκαιρία να ενισχύσει τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Επέλεξε όμως να κρυφτεί πίσω από προσχήματα περί προσωπικών δεδομένων. Σήμερα όμως αποδεικνύεται ότι υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα λύσεις. Σε περίπτωση που η κυβέρνηση δεν ακολουθήσει τη σύσταση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, πρόθεσή μου είναι να επανέλθω με νέα Πρόταση Νόμου».
Καταληκτικά, υποδεικνύει πως «η διαφάνεια δεν είναι σύνθημα. Είναι υποχρέωση και ευθύνη. Θα συνεχίσω να εργάζομαι προς αυτή την κατεύθυνση γιατί Δημοκρατία χωρίς κανόνες και έλεγχο δεν μπορεί να λειτουργήσει».











