Σε μία συγκλονιστική κατάθεση ψυχής προχώρησε ο Βαγγέλης Σταρίδας, ο οποίος επιβίωσε 48 ώρες στη θάλασσα αφού το πλοίο Eternity C στο οποίο επέβαινε ως ένοπλος φρουρός, δέχθηκε επίθεση από τους Χούθι, στην Ερυθρά Θάλασσα.
«Είχα δώσει υπόσχεση στην κόρη μου πως θα επιστρέψω» ανέφερε μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του στον Alpha και περιέγραψε καρέ καρέ όσα βίωσε.
Πώς ξεκίνησαν όλα
«Ξεκουραζόμουν για να πιάσω βάρδια στις 8 η ώρα το πρωί. Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο και με ειδοποιούν να ανέβω στη γέφυρα, κάτι είδαν στο ραντάρ» ανέφερε ο Σταρίδας, μιλώντας στον Alpha.
«Ήταν περίπου 7 παρά και μέχρι να ετοιμαστώ, πριν να βγω από την καμπίνα δεχτήκαμε το πρώτο χτύπημα. Το ένιωσα πολύ δυνατό, τραντάχτηκαν τα πάντα, ένας θόρυβος αξέχαστος. Αμέσως σκέφτηκα ότι δεχόμαστε επίθεση και πρέπει να ανέβω στη γέφυρα. Είχαμε χτυπηθεί στην πίσω δεξιά πλευρά στην περιοχή του μηχανοστασίου. Ήταν βολή τακτικής, ήταν βολή ακινητοποίησης τους πλοίου. Κατέβηκα στο μηχανοστάσιο και είδα εικόνα καταστροφής. Ψάχναμε με τους φακούς και κάποια στιγμή εκεί που κοίταζα βρήκα έναν του πληρώματος σε σοκ, το βλέμμα του ακόμα το θυμάμαι, δεν μπορούσε να εστιάσει κάπου, ήταν αόριστο, ήταν ζωντανός».
«Είχαμε 3 νεκρούς στο μηχανοστάσιο. Μας χτυπούσαν όλη τη νύχτα. Από τις 7 το απόγευμα μέχρι τις 10 το πρωί όταν πηδήξαμε στη θάλασσα. Το επόμενο χτύπημα ήταν ένα λεπτό μετά, στην ίδια πλευρά περίπου στο ίδιο σημείο. Τα υπόλοιπα ήταν σε όλο το υπόλοιπο καράβι, στην μάσκα της γέφυρας, στο κατάστρωμα. Αν και ήταν νύχτα αυτό που ένιωθες ήταν κάτι ξαφνικό, δεν άκουγες κάτι πριν, άκουγες ένα μπαμ, μια λάμψη και ένα τράνταγμα χωρίς προηγούμενο. Όσο μετρούσα, μέτρησα 15 πυραύλους», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Όπως τόνισε, «αρχικά προσπαθούσα να κρατήσω το πλήρωμα και τον καπετάνιο ήρεμο, να μην πανικοβληθεί. Άνθρωποι έκλαιγαν, όλοι ήταν πεσμένοι κάτω, η γέφυρα κατέρρεε, έπεφταν οροφές αλλά υπήρχε ο φόβος του θανάτου γιατί δεν μπορούσες να μαντέψεις πού θα έρθει το επόμενο χτύπημα για να προφυλαχθείς. Μετά το δεύτερο χτύπημα είπα στον καπετάνιο άνοιξε όλα τα συστήματα επικοινωνίας για να πεις ότι δεχόμαστε επίθεση».
Έπεσαν στη θάλασσα για να σωθούν
«Χτύπησα εγώ γιατί το πλήρωμα προσπάθησα να το κρατήσω ασφαλές και το είχα σε μια σκάλα στη γέφυρα που ήταν το πιο ασφαλές σημείο. Δεν ήθελα να ρισκάρω. Εγώ ήμουν αυτός που θα μπορούσε να προστατεύσει το καράβι οπότε έπρεπε να είμαι εκεί έξω για να σιγουρευτώ ότι δεν θα πλησιάσει κάτι το καράβι. Μετά από κάθε χτύπημα το ωστικό κύμα με πετούσε και κάποια θραύσματα χτυπούσαν τα πόδια μου», δήλωσε.
Η επόμενη απόφαση ήταν να πέσουν στο νερό γιατί, όπως λέει, «σίγουρα αν μέναμε στο πλοίο δεν θα ζούσαμε για πολύ ακόμα, κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα σκοτωνόμασταν. Αν μπαίναμε στις βάρκες θα ήμασταν στόχοι».
«Κάποια στιγμή ήρθε ένα πολύ μεγάλο χτύπημα στη θέση που ήμασταν από το οποίο ένιωσα ένα κάψιμο στο πόδι και όλες τις δονήσεις με το ωστικό κύμα να με πετάει 3-4 μέτρα. Δεν ήξερα αν έχω το πόδι μου. Το κοίταξα και έτρεχε ασταμάτητα το αίμα, φοβόμουν να το πιάσω μην το χάσω. Γύρισα στον καπετάνιο και είπα δεν υπάρχει άλλη λύση, αν μείνουμε στο καράβι θα μας σκοτώσουν. Είτε καθόμαστε στο καράβι και μας σκοτώνουν είτε πέφτουμε στη θάλασσα. Ο καπετάνιος συμφώνησε. Κατεβήκαμε στο κατάστρωμα, φορέσαμε τα σωσίβια και πέσαμε στη θάλασσα» διηγήθηκε ο Βαγγέλης Σταρίδας.
«Ήμασταν 18 άτομα. Εμείς κολυμπούσαμε προς την αντίθετη κατεύθυνση, να απομακρυνθούμε από το καράβι και την Υεμένη. Μετά από περίπου 2 ώρες που είχαμε απομακρυνθεί για 2-3 μίλια, συνέχισαν να ρίχνουν στο καράβι με πυραύλους και drone. Ήθελα να φύγουμε όσο πιο γρήγορα και πιο μακριά γιατί μπορούσαν να κάνουν ξανά επιχείρηση κατάληψης. Χρησιμοποιούσαμε την αντανάκλαση του ήλιου για κάλυψη. Πέσαμε όλοι μαζί με τελευταίο εμένα και τον καπετάνιο. Τους συμβούλευσα να είμαστε όλοι μαζί μια ομάδα. Τους είπα κολυμπάτε γρήγορα. Από κάποια στιγμή και μετά όμως ήταν αρκετοί που έμειναν πίσω και δεν κρατούσαν ευθεία γραμμή ώστε να κολυμπάμε πίσω από το καράβι όχι δεξιά ή αριστερά του για να είμαστε καλυμμένοι» περιγράφει τα πρώτα λεπτά στο νερό.
Κάποιοι ωστόσο «δεν προσπάθησαν όσο έπρεπε και τους βρήκαν οι Χούθι. Έχουν τώρα 10 ή 11 που μάζεψαν από τη θάλασσα και μέχρι σήμερα είναι όμηροί τους».
«Δεν πίστεψα ούτε στιγμή ότι θα πεθάνω»
«Είχαμε μείνει 5 άτομα και συνεχίσαμε να κολυμπάμε. Περάσαμε 2 ημέρες και 2 νύχτες. Διψούσαμε πάρα πολύ. Όταν πέσαμε στη θάλασσα ήταν σχεδόν καυτό το νερό. Το βράδυ που έπεφτε η θερμοκρασία της θάλασσας, τρέμαμε. Μας χτυπούσαν ψάρια που δεν ξέραμε τι είναι και μας τσιμπούσαν τσούχτρες, είχαν γίνει κόκκινα τα χέρια της. Την πρώτη μέρα ένιωσα φόβο. Από τη δεύτερη και μετά σκεφτόμουν ότι πρέπει να φτάσω κάπου» λέει.
«Κάποιο καράβι που ήταν σκοτεινό, σταμάτησε έκανε κράτει και άναψε όλα τα φώτα του καραβιού. Όταν έφτασε στα 2 μίλια είπα την ομάδα να ανάψει τα φώτα στα σωσίβιά μας και το καράβι σταμάτησε. Πίστεψα ότι κατέβασαν λέμβους και είπα «παιδιά θα μας σώσουν». Άργησε όμως να έρθει και κάποια στιγμή έτσι όπως άναψε τα φώτα, τα έσβησε και έφυγε. Αποκλείεται να μην μας είδε, μας άφησε στη θάλασσα», ανέφερε για την πρώτη επαφή με έτερο πλοίο στον Alpha.
«Γύρισα πίσω γιατί είχα δώσει μια υπόσχεση ότι πάντα θα γυρίζω. Πάντα φοβόταν η κόρη μου τη δουλειά αυτή. Με έβαλε να της υποσχεθώ ότι πάντα θα γυρίζω σε αυτή. Δεν πίστεψα ούτε στιγμή ότι θα πεθάνω, οι Χούθι δεν θα με έπιαναν ζωντανό. Δεν ήθελα να πέσω σε συναισθηματική κατάσταση γιατί πρέπει να είσαι αφοσιωμένος στο να επιβιώσεις».
«Την τρίτη ημέρα κοντά στο ξημέρωμα βλέπουμε ένα μεγάλο ξύλινο σκάφος με ψαράδες και τους κάναμε νόημα να μας πάρουν. Ήρθαν κοντά μας- ήταν Ινδοί ψαράδες- τους φωνάζαμε πάρτε μας, δώστε μας νερό, δεν ανταποκρίθηκαν και έφυγαν. Μετά από μια ώρα από ό,τι υπολογίζω, επέστρεψαν, τους παρακαλέσαμε ξανά και μας έδωσαν ένα μπουκάλι μισό λίτρο νερού και έφυγαν. Μετά από 2 ώρες είδαμε το σκάφος το διασωστικό να έρχεται κοντά μας. Ήταν απερίγραπτο το συναίσθημα. Η χαρά ήταν σαν ένα παιδάκι που του δίνεις ζαχαρωτά, γελούσαμε και χτυπούσαμε ο ένας τον άλλο στην πλάτη και λέγαμε σωθήκαμε. Το ίδιο σκάφος είχε περισυλλέξει 6 την προηγούμενη ημέρα και εμάς τους 4».
Η επιστροφή στην Ελλάδα έγινε μετά από 3-4 ημέρες και «μόνο τότε ένιωσα ότι είμαι ασφαλής. Η πρώτη αγκαλιά ήταν η κόρη μου, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε. Μπαμπά μου, η κόρη μου, αγάπη μου εγώ, ήταν σαν να γεννιόμουν ξανά».
Πηγή: Έθνος











