Σε ποινή ισόβιας κάθειρξη καταδικάστηκε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών ο 50χρονος οικοδόμος που δολοφόνησε την πρώην σύζυγό του σε ενέδρα κάτω από το σπίτι της στο Μενίδι, στις 16 Μαίου 2024.
Επιπλέον του επιβλήθηκε ποινή 5 ετών για παράνομη οπλοφορία - οπλοχρησία και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ. Την ενοχή του κατηγορουμένου ζήτησε και η εισαγγελέας της έδρας, αναφέροντας ότι «προκύπτει ότι ήταν σε πλήρη διαύγεια όταν τέλεσε την πράξη».
Όπως ανέφερε στην αγόρευσή της:
«Παντρεύτηκαν όταν η θανούσα ήταν πολύ νέα και ο κατηγορούμενος άρχισε να δείχνει κτητική συμπεριφορά απέναντι της, να την υποβάλει σε χειροδικίες, ήταν επιθετικός» ανέφερε και πρόσθεσε «ως προς τον καταλογισμό, είχε γίνει ανθεκτικός στο αλκοόλ και δεν τον επηρέασε σε βαθμό να μην έχει καταλογισμό.
«Το τελευταίο διάστημα πριν το φονικό ο κατηγορούμενος είχε δει τις φωτογραφίες της παθουσας στο ίντερνετ με άλλο άνδρα. Αυτό τον έκανε να πάρει την απόφαση σε πλήρη διαύγεια να τη σκοτώσει. Έτσι έστησε ενέδρα έξω από το σπίτι της οικογένειας όταν η παθούσα έβγαινε για δουλειά. Μετά από σύντομη συνομιλία, έβγαλε ένα μαχαίρι και της κατάφερε πολλαπλά χτυπήματα στον τράχηλο, στην κοιλιά και στα πόδια. Αυτή ήταν η αιτία θανάτου».
«Ο κατηγορούμενος αν και σήμερα λέει ότι δεν κατάλαβε πως έφτασε σε αυτό το αποτέλεσμα, δεν πρέπει να γίνει πιστευτός. Δεν υπήρξε επηρεασμός από το αλκοόλ ή αιφνίδια υπερδιέγερση συναισθήματος».
«Να φτάσω στο σημείο να σκοτώσω, δεν είμαι εγώ αυτός»
Στην απολογία του, ο κατηγορούμενος υποστήριξε: «Την αγαπούσα πάρα πολύ. Είχαμε καυγάδες ναι, δεν μπορώ να πω γιατί, ίσως γιατί έπινα καμία φορά και μπορεί να ένιωθε μόνη της. Δεν τη χτυπούσα, αυτή πάντα ήθελε να φύγει και εγώ την κρατούσα από το χέρι. Βρισιδια ναι... Μου είπε να χωρίσουμε, εγώ δεν ήθελα. Έλεγε ότι πίνω, οκ έπινα. Δεν έχανα τον έλεγχο τελείως, αλλά ένας πιωμενος... Πήγαινα στο σπίτι, έπλενα τα ρούχα στο πλυντήριο αλλά σιγά σιγά ήθελε να φύγω. Εγώ ήθελα πάντα να μένω μαζί τους. Δεν ήθελε να με χωρίσει πιστεύω, ήθελε για λίγο να φύγω... Δεν ζήλεψα καθόλου, ήθελε να φύγει ας πάει με όποιον θέλει. Αλλά όχι να έχει το παιδί μου. Να κοιμάται στο στρώμα μου, να πηγαίνει με το αυτοκίνητο που αγοράσαμε μαζί...».
Για τη μέρα του φόνου, ανέφερε: «Είχα πιει. Πήγα εκεί που ήξερα περίπου το ώρα φεύγει για δουλειά. Πήγα εκεί να του πω να μείνει μακριά από τα παιδιά μου. Αυτή να φεύγει για δουλειά και αυτός να μένει με τα παιδιά μου. Το μαχαίρι το πήρα για προστασία γιατί ήξερα τι άνθρωπος είναι αυτός».
«Σε καμία περίπτωση δεν πήγα να τη σκοτώσω. Της είπα πεστου να κατέβουμε να μιλήσουμε. Και αυτή αρνήθηκε. Εκεί θόλωσα, δεν ήξερα τι να κάνω. Ο νους μου δεν το σηκώνει αυτό το πράγμα που έχω κάνει. Να φτάσω στο σημείο να σκοτώσω, δεν είμαι εγώ αυτός. Δεν το χωράει ο Θεός.
Στο δικαστήριο κατέθεσε και η κόρη του ζευγαριού. «Πάντα είχαμε προβλήματα στο σπίτι, ο πατέρας μου ήταν βίαιος, την ξυλοκοπούσε συνέχεια. Όταν θα χώριζαν, δεν το είχε αποδεχθεί. Μας έφερνε να πλένουμε τα ρούχα του, έλεγε ότι είμαστε αναγκασμένοι να τον βοηθήσουμε, δεν είχε δεχτεί ότι δεν μπορεί να έρχεται πια στο σπίτι. Τη μέρα εκείνη ήμουν στο σπίτι, χτύπησε το κουδούνι, ήταν μια δημοσιογράφος και ρωτούσε αν είδα τι έγινε. Εγώ δεν ήξερα για τι πράγμα μιλάει. Μου λέει "δολοφονήθηκε μια γυναίκα κάτω από το σπίτι". Πήρα τηλέφωνο τη μάνα μου, δεν το σήκωσε και τότε αγχώθηκα πολύ, γιατί πάντα απαντούσε αμέσως. Κατέβηκα κάτω, κανείς δεν μου έλεγε τίποτα... Μόλις κατάλαβα ότι ήταν η μαμά μου, είπα κατευθείαν στους αστυνομικούς ότι τη σκότωσε αυτός».
Πηγή: cnn.gr