Τις περιβαλλοντικές και κλιματικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη παρουσιάζει με μελανά χρώματα η έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ), που αφορά την ανάλυση πολιτικών για το περιβάλλον σε βάθος πενταετίας. Σύμφωνα με την έκθεση, η ΕΕ θα είναι σε θέση να ικανοποιήσει μόνο δύο από τους 22 στόχους που αναφέρονται στην έκθεση, η οποία παρουσιάστηκε σήμερα Δευτέρα, στις Βρυξέλλες.
«Έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, αλλά η συνολική κατάσταση του περιβάλλοντος της Ευρώπης δεν είναι καλή», τονίζεται από τον ΕΟΠ, σε ανακοίνωση που συνοδεύει την έκθεση.
Η Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τερέζα Ριμπέρα χαρακτήρισε τα ευρήματα «μια έντονη υπενθύμιση ότι η Ευρώπη πρέπει να παραμείνει στην πορεία της και μάλιστα να επιταχύνει τις κλιματικές και περιβαλλοντικές της φιλοδοξίες».
Παρουσιάζοντας τα γενικά της ευρήματα για την Ένωση η ΕΟΠ υπογραμμίζει την ανάγκη δράσης σε ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, η απώλεια βιοποικιλότητας, η πίεση στους υδατικούς πόρους και η ρύπανση. Η έκθεση επισημαίνει ότι η Ευρώπη είναι η ταχύτερα θερμαινόμενη ήπειρος, με τη μέση θερμοκρασία να αυξάνεται με διπλάσιο ρυθμό σε σύγκριση με τον παγκόσμιο μέσο όρο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της συχνότητας και της έντασης ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως ξηρασία, πυρκαγιές και πλημμύρες.
Μπορεί το αποτύπωμα άνθρακα της Ευρώπης να συρρικνώνεται και η ποιότητα του αέρα να παρουσιάζει βελτίωση, ωστόσο αυτά είναι τα μόνα θετικά στοιχεία σε μια αξιολόγηση που δείχνει ότι η Ένωση απέχει πολύ από την επίτευξη του στόχου της για αντιστροφή της απώλειας βιοποικιλότητας, αντιμετώπιση των αυξανόμενων κινδύνων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στην υγεία ή οικοδόμηση μιας βιώσιμης «κυκλικής οικονομίας».
Ωστόσο, η αλλαγή παραδείγματος σε αυτή την κατεύθυνση και η απομάκρυνση από ένα γραμμικό μοντέλο παραγωγής που σπαταλά την πρώτη ύλη, δεν είναι η εικόνα που παρουσιάζει η ΕΕ, με το συνολικό ποσοστό χρήσης υλικών μέσα από την κυκλική οικονομία να έχει αυξηθεί μόλις από 11% το 2010 σε 11,8% το 2023.
Όσον αφορά τις επιπτώσεις από τις φυσικές καταστροφές, πάνω από 240.000 θάνατοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 1980 έως το 2023 αποδίδονται σε καιρικά και κλιματικά ακραία φαινόμενα, ενώ οι οικονομικές απώλειες από αυτά τα φαινόμενα ανέρχονται σε €738 δισ. για την περίοδο 1980-2023, με τα €162 δισ. να καταγράφονται μόνο μεταξύ 2021 και 2023.
Από αυτά, πάνω από το 50% των απωλειών από ακραία καιρικά φαινόμενα παραμένουν ασφαλιστικά μη καλυμμένες από τα κράτη μέλη. Η έκθεση τονίζει ότι η Ευρώπη πλησιάζει σε σημεία χωρίς επιστροφή- τα λεγόμενα tipping points - όχι μόνο στα οικοσυστήματα αλλά και στα κοινωνικοοικονομικά συστήματα. Η Λίινα Ίια Μόνονεν, εκτελεστική διευθύντρια της ΕΟΠ, δήλωσε ότι «το παράθυρο για αποτελεσματική δράση στενεύει, και οι συνέπειες της καθυστέρησης γίνονται όλο και πιο ορατές».
Σε ό,τι αφορά τους υδάτινους πόρους, η έκθεση αναφέρει ότι βρίσκονται υπό σοβαρή πίεση, με μόνο το 37% των επιφανειακών υδάτων της ΕΕ να έχει καλή ή πολύ καλή οικολογική κατάσταση το 2021. Το 30% της ευρωπαϊκής επικράτειας και το 34% του πληθυσμού αντιμετωπίζουν υδατικό στρες, ενώ η γεωργία αποτελεί την κύρια πηγή πίεσης τόσο στα επιφανειακά όσο και στα υπόγεια ύδατα, λόγω της χρήσης λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, τα οποία προκαλούν ρύπανση και ευτροφισμό.
Η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει περαιτέρω το υδατικό στρες, αυξάνοντας τον κίνδυνο ανταγωνισμού για τους υδάτινους πόρους μεταξύ διαφορετικών τομέων, όπως η γεωργία, η βιομηχανία και η δημόσια ύδρευση.
Η έκθεση καταγράφει, επίσης, μια συνεχιζόμενη υποβάθμιση της βιοποικιλότητας στην Ευρώπη, με πάνω από το 80% των προστατευόμενων ενδιαιτημάτων να βρίσκεται σε κακή ή πολύ κακή κατάσταση. Το 60-70% των εδαφών της ΕΕ είναι υποβαθμισμένο, ιδιαίτερα σε γεωργικές περιοχές, αλλά και σε υγρότοπους και δασικές περιοχές.
Οι κύριες πιέσεις που επηρεάζουν την βιοποικιλότητα, περιλαμβάνουν τις αλλαγές χρήσης γης, αλλά και την επέκταση δραστηριοτήτων που αλλάζουν χρήση και στη θάλασσα.
Επιπλέον, η υπερεκμετάλλευση φυσικών πόρων, η κλιματική αλλαγή, η ρύπανση και η εισβολή ξένων ειδών στο οικοσύστημα, εντείνουν το πρόβλημα. Ακόμη, καθώς το 72% των εταιρειών στα 20 κράτη μέλη της ευρωζώνης συνδέει τη δραστηριότητα του με υπηρεσίες εξαρτώνται από την κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος, όπως η παροχή νερού, η γονιμότητα των εδαφών και η εξαγωγή πρώτης ύλης, οι επιπτώσεις στην οικονομία θα είναι επίσης μεγάλες.
Η ρύπανση συνεχίζει να αποτελεί σοβαρή απειλή για την υγεία και τα οικοσυστήματα στην ΕΕ. Η ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί 239.000 πρόωρους θανάτους ετησίως στην ΕΕ, κυρίως λόγω έκθεσης σε λεπτά σωματίδια (PM2.5), ενώ ο θόρυβος ως ρύπανση συνδέεται με 66.000 πρόωρους θανάτους ετησίως. Η χημική ρύπανση, συμπεριλαμβανομένων των «παντοτινών χημικών» PFAS, κοστίζουν στην ΕΕ €52-84 δισ. ετησίως λόγω επιπτώσεων στην υγεία, όπως ενδοκρινικές και ανοσολογικές διαταραχές. Οι κοινωνικά ευάλωτες ομάδες, όπως οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά και οι άνθρωποι που έχουν χαμηλότερα εισοδήματα, επηρεάζονται δυσανάλογα από την ρύπανση.
Η έκθεση τονίζει ότι η κλιματική αλλαγή και η περιβαλλοντική υποβάθμιση αποτελούν συστημικό κίνδυνο για την ευρωπαϊκή οικονομία. Πάνω από το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ εξαρτάται από υπηρεσίες οικοσυστημάτων, ενώ το 75% των δανείων στην ευρωζώνη χορηγείται σε εταιρείες που εξαρτώνται από φυσικούς πόρους. Οι οικονομικές απώλειες από ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν αυξηθεί σημαντικά, με τις μέσες ετήσιες απώλειες να είναι 2,5 φορές υψηλότερες την περίοδο 2020-2023 σε σύγκριση με την δεκαετία του 2010.
Όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, η έκθεση καταλήγει ότι η Ευρώπη πρέπει να επιταχύνει τις προσπάθειές της για την προσαρμογή και την προστασία των φυσικών πόρων. Προτείνει την ενίσχυση των μέτρων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, ιδιαίτερα σε τομείς όπως η διαχείριση του νερού, η γεωργία και οι υποδομές, καθώς και την αύξηση των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Επιπλέον, η εφαρμογή του Κανονισμού Αναδημιουργίας της Φύσης, ο οποίος απαιτεί από τα κράτη μέλη να αποκαταστήσουν το 20% των χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών έως το 2030.
Πηγή: ΚΥΠΕ