Σε επιφυλακή βρίσκονται οι αρμόδιες υγειονομικές υπηρεσίες του κράτους, καθώς το άνοιγμα των σχολείων αναμένεται να επιδεινώσει τη μετάδοση των εποχικών λοιμώξεων, παρόλο που στην παρούσα φάση αυτές βρίσκονται σε ήπια κατάσταση.
Την ίδια ώρα, έχουν αποσταλεί όλες οι κατευθυντήριες οδηγίες σε γιατρούς και νοσηλευτές στα νοσοκομεία, μετά και την προειδοποίηση από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), σχετικά με τον μύκητα Candidozyma auris, ο οποίος εξαπλώνεται ραγδαία στα ευρωπαϊκά νοσοκομεία. Ήδη στην Κύπρο εντοπίστηκε ένα περιστατικό με τον συγκεκριμένο μύκητα, ο οποίος, παρόλο που μεταδίδεται μόνο εντός των νοσηλευτηρίων, θεωρείται εξαιρετικά επικίνδυνος, καθώς μπορεί να προκαλέσει σοβαρά και επικίνδυνα νοσήματα.
Γιατροί και νοσηλευτές έχουν ήδη λάβει την απαραίτητη ενημέρωση σχετικά με τα πρωτόκολλα αντιμετώπισης του μύκητα και έχουν προχωρήσει στην εφαρμογή τους εντός των νοσηλευτηρίων, ενώ έχει ήδη γίνει προμήθεια ειδικών καθαριστικών, ώστε να διασφαλίζεται με ασφάλεια ο καθαρισμός των επιφανειών, δεδομένου ότι ο μύκητας δύσκολα απομακρύνεται από αυτές.
Μιλώντας στον REPORTER η Παιδίατρος, Λοιμωξιολόγος και Επίκουρη Καθηγήτρια Παιδιατρικής και Λοιμωξιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κύπρου, Δρ. Μαρία Κολιού, ανέφερε πως «αυτή την περίοδο έχουν εντοπιστεί περιστατικά με γαστρεντερίτιδες, λοιμώξεις του αναπνευστικού και περιστατικά λαρυγγίτιδας· ωστόσο δεν έχουμε ακόμη εισέλθει στην περίοδο των εποχιακών λοιμώξεων, καθώς ο καιρός παραμένει καλοκαιρινός και δεν έχει αλλάξει σημαντικά. Σε ό,τι αφορά τις λοιμώξεις του αναπνευστικού δεν παρατηρούνται αυτή την περίοδο σοβαρά περιστατικά, ούτε και του γαστρεντερικού, και γενικότερα η εικόνα παραμένει σε ήπια κατάσταση».
Εξήγησε, επίσης, πως «με την αλλαγή του καιρού αναμένεται να αυξηθούν τα περιστατικά των εποχικών λοιμώξεων, ενώ η επιστροφή των παιδιών στα σχολεία αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου που ευνοεί σε κάποιο βαθμό την αύξηση των λοιμώξεων. Παρά ταύτα, αυτή τη στιγμή εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε ήπια φάση. Εμείς, στα νοσοκομεία, βλέπουμε μόνο την κορυφή του παγόβουνου στις λοιμώξεις. Αυτή την περίοδο νοσηλεύονται τρία περιστατικά κορωνοϊού, τα οποία δεν είναι σε σοβαρή κατάσταση».
Σημαντικός παράγοντας, όπως ανέφερε η Δρ. Κολιού, «για το γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμη τόσο έντονη παρουσία εποχικών λοιμώξεων, είναι φυσικά ο καιρός. Ακόμη δεν έχουμε περάσει στη φάση που μένουμε με κλειστά παράθυρα σε κλειστούς χώρους, κάτι που διευκολύνει σημαντικά τη μετάδοση των ιών».
Κάνοντας ειδική αναφορά στο άνοιγμα των σχολείων, σημείωσε πως μαθητές και καθηγητές «πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, να κρατούν αποστάσεις, να καλύπτουν το στόμα και τη μύτη τους με μαντίλι όταν βήχουν ή φτερνίζονται και στη συνέχεια να πλένουν σχολαστικά τα χέρια τους. Επίσης, θα πρέπει να διατηρούνται ανοικτά τα παράθυρα, καθώς η χρήση των κλιματιστικών απαιτεί λεπτούς χειρισμούς. Είναι απαραίτητο τα διαλείμματα να γίνονται σε εξωτερικούς χώρους, ώστε να ανανεώνεται ο αέρας στις αίθουσες. Διαφορετικά, η συνεχής χρήση των κλιματιστικών ευνοεί σε μεγάλο βαθμό τη μετάδοση των λοιμώξεων».
Επικίνδυνος ο μύκητας Candidozyma auris
Από την πλευρά του, ο μικροβιολόγος και υπεύθυνος του Μικροβιολογικού Τμήματος στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, καθώς και μέλος της Μονάδας Επιδημιολογικής Επιτήρησης, Δρ. Μιχάλης Μένδρης, εξήγησε στον REPORTER πως ο Candidozyma auris «δεν είναι ένας εντελώς νέος μύκητας. Μπορεί να μας απασχολεί τα τελευταία χρόνια, αλλά αναδύθηκε ως παθογόνος ήδη από το 2009. Χρόνια αργότερα αναδείχθηκε ως ένα νέο, πολυανθεκτικό μικρόβιο, το οποίο έχει πλέον παρουσία στα νοσοκομεία της Ευρώπης αλλά και σε όλο τον κόσμο».
Σημείωσε πως «ο ECDC παρακολουθεί την επιδημιολογία του μύκητα από το 2014 μέχρι και σήμερα, με τις διάφορες χώρες να παρέχουν τα στατιστικά τους δεδομένα, τουλάχιστον όσες διαθέτουν την απαραίτητη δυνατότητα να τον ανιχνεύσουν και να συμμετέχουν ενεργά στο δίκτυο του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων. Οι χώρες που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η Ισπανία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γερμανία».
Αναφερόμενος στην Κύπρο, εξήγησε πως «δεν παρουσιάζεται τόσο μεγάλο πρόβλημα όπως σε άλλες χώρες. Από το 2023 και έπειτα ξεκίνησαν να εντοπίζονται περιστατικά με τον συγκεκριμένο μύκητα στα νοσοκομεία, τα οποία ήταν περιορισμένα και δεν εξαπλώθηκαν σε μεγάλη κλίμακα. Το φαινόμενο παρακολουθείται στενά, κυρίως στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, καθώς ο μύκητας είναι επικίνδυνος σε ασθενείς με σοβαρά προβλήματα υγείας, υποκείμενα νοσήματα και ανοσοκαταστολή».
Σχετικά με τα χαρακτηριστικά που τον καθιστούν επικίνδυνο, ο Δρ. Μένδρης σημείωσε πως «αρχικά πρόκειται για έναν πολυανθεκτικό μικροοργανισμό σε αρκετές κατηγορίες αντιμυκητικών φαρμάκων, οι οποίες δεν είναι πολλές, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η θεραπεία. Επιπλέον, παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα τόσο σε νοσοκομειακές επιφάνειες όσο και στο ανθρώπινο σώμα, καθιστώντας δύσκολη την πλήρη απομάκρυνσή του. Χρειάζονται ενισχυμένα απολυμαντικά με χλωρίνη και ακόμη κι έτσι μπορεί να επανεμφανιστεί. Συνεπώς, δύσκολα θεραπεύεται και δύσκολα απολυμαίνεται».
Επιπλέον, τόνισε πως «υπάρχει δυσκολία και στη διάγνωση, καθώς μοιάζει με άλλους μύκητες του ίδιου γένους, το Candida. Δεν μπορούμε εύκολα να τον διαχωρίσουμε στα εργαστήρια, με αποτέλεσμα να απαιτούνται πιο εξειδικευμένα διαγνωστικά μέσα. Σήμερα αυτή η δυνατότητα υπάρχει, αλλά όχι σε όλα τα εργαστήρια. Για τον λόγο αυτό, τα μεγάλα νοσοκομεία αναλαμβάνουν τη διάγνωση. Για αυτούς τους λόγους, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, σε λίστα με τους πιο επικίνδυνους παθογόνους μύκητες, έχει συμπεριλάβει τον Candidozyma auris στους τρεις πρώτους σε επικινδυνότητα».
Επισήμανε ότι έχουν ήδη εκδοθεί κατευθυντήριες οδηγίες προς το προσωπικό των νοσοκομείων, οι οποίες περιλαμβάνουν πρωτόκολλα για την επιτήρηση, τη διάγνωση, τη διακοπή της μετάδοσης και τη διαχείρισή του. Όπως εξήγησε, «το σημαντικότερο είναι ο άμεσος εντοπισμός, ώστε να μην αποικήσει ο μύκητας στον χώρο του νοσοκομείου, γιατί τότε είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξαλειφθεί. Αν αποικήσει, θα είναι πολύ επικίνδυνος για ασθενείς με σοβαρά προβλήματα υγείας, που χρησιμοποιούν μηχανές υποστήριξης ή καθετήρες, καθώς μπορεί να προκαλέσει λοιμώξεις που σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς είναι θανατηφόρες».
Ο Δρ. Μένδρης τόνισε πως «εστιάζουμε στην πρόληψη, στην προσπάθεια να κρατήσουμε τα νοσοκομεία μας μακριά από ένα νέο πολυανθεκτικό μικρόβιο. Προς το παρόν δεν αντιμετωπίζουμε σοβαρό πρόβλημα, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να εφησυχάσουμε».
Υπάρχουν, όπως είπε, «μόνο σποραδικά περιστατικά, τα οποία ευτυχώς δεν έχουν διασπαρθεί εντός των νοσοκομείων. Το 2023 δηλώθηκαν συνολικά 13 περιστατικά, ενώ για το 2024 δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί τα επίσημα στοιχεία. Πρόκειται κυρίως για περιπτώσεις αποικισμού που εντοπίζονται σε δείγματα του οργανισμού, χωρίς να εκδηλώνεται λοίμωξη. Αυτό σημαίνει πως ο αριθμός των πραγματικών λοιμώξεων παραμένει χαμηλός, σε σύγκριση με περίπου 4.000 περιστατικά που έχουν καταγραφεί διεθνώς την τελευταία δεκαετία».
Σε ερώτηση αν έχουν εντοπιστεί περιστατικά στην Κύπρο πρόσφατα, σημείωσε πως «εντός του καλοκαιριού καταγράφηκε ένα περιστατικό στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Παράλληλα, πραγματοποιείται τακτικός έλεγχος σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, όπως και στις Μονάδες Αιμοκάθαρσης, ώστε να διασφαλιστεί η προστασία των ασθενών. Το προηγούμενο περιστατικό είχε εντοπιστεί στις αρχές της χρονιάς».
Καταλήγοντας, ανέφερε πως «τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο διαθέτουμε πλέον τον κατάλληλο εξοπλισμό για να διαγνώσουμε τον μύκητα. Στο παρελθόν υπήρχε μόνο ένα εργαστήριο αναφοράς στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, το οποίο έχει πλέον εφοδιαστεί με νέο μηχάνημα που μπορεί σε σύντομο χρονικό διάστημα να ταυτοποιήσει τον μύκητα. Έτσι, όλα τα ύποπτα περιστατικά εξακολουθούν να αποστέλλονται εκεί για τελική ταυτοποίηση, ώστε να υπάρχει και δεύτερη επιβεβαίωση, αλλά σήμερα είμαστε σε θέση να τον εντοπίσουμε και σε άλλα νοσοκομεία με τα νέα μηχανήματα και τα υλικά που έχουμε εξασφαλίσει».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: