Τα κενά που χρονίζουν και οι αδυναμίες στη νομοθεσία η οποία διέπει τη διαχείριση των ασυνόδευτων ανήλικων στην Κύπρο, επανήλθαν στο προσκήνιο μέσα από την υπόθεση του 13χρονου που διέμενε σε δομή φιλοξενίας, ωστόσο κατάφερε να διαφύγει και να περάσει στις κατεχόμενες περιοχές μέσω γκρίζων σημείων, με σκοπό να συνεχίσει το ταξίδι του προς την Τουρκία για να βρει τη μητέρα του. Ο 13χρονος, ζούσε μακριά από τη μητέρα του, για περισσότερο από έναν χρόνο, γεγονός που φαίνεται ότι δεν μπορούσε να το αντέξει, όπως θα συνέβαινε και με οποιοδήποτε άλλο παιδί στη θέση του.
Μέσα από τη συγκεκριμένη περίπτωση, αναδεικνύεται για άλλη μια φορά η ανάγκη να μελετηθεί ξανά το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο που αφορά την οικογενειακή επανένωση και τη στήριξη αυτών των παιδιών. Η περίπτωση του 13χρονου και ο τρόπος που επέλεξε για να επανενωθεί με τη μητέρα του, λαμβάνοντας το ρίσκο να περάσει μόνος του στις κατεχόμενες περιοχές, γεννά ερωτήματα για τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται σήμερα οι διαδικασίες προστασίας των ασυνόδευτων ανήλικων. Μάλιστα, ο 13χρονος είχε επανειλημμένα εκφράσει την επιθυμία να βρεθεί κοντά στη μητέρα του που διαμένει στην Τουρκία. Ωστόσο, βάσει των προβλεπόμενων διαδικασιών δεν κατέστη δυνατό να συμβεί κάτι τέτοιο, αφήνοντάς τον σε μια κατάσταση αναμονής, με αποτέλεσμα να αναζητήσει μόνος του τη λύση, έστω κι αν αυτή δεν ήταν νόμιμη.
Πληροφορίες του REPORTER αναφέρουν ότι παρόλο που στη δομή όπου διέμενε ο 13χρονος, νομικοί τον είχαν ενημερώσει αναλυτικά τόσο για τους κινδύνους, όσο και για τις νόμιμες επιλογές που είχε, εκείνος είχε συμφωνήσει αρχικά να περιμένει μέχρι η μητέρα του να επιστρέψει στη Συρία, προκειμένου να εξεταστεί το ενδεχόμενο μετάβασης του στη χώρα καταγωγής του. Ωστόσο, μετά από παρότρυνση της μητέρας του με την οποία διατηρούσε επαφή, συνδέθηκε με συγκεκριμένα άτομα που τον βοήθησαν να περάσει στα κατεχόμενα. Από εκεί και πέρα, αφού εντοπίστηκε στις κατεχόμενες περιοχές, ενεργοποιήθηκαν οι διαδικασίες μέσω της Δικοινοτικής Επιτροπής, με στόχο να διευκρινιστεί η κατάστασή του και να ενημερωθούν οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, οι οποίες, όπως διαβεβαίωσαν πηγές, είχαν πλήρη εικόνα για το πού βρίσκεται από την πρώτη στιγμή.
Οι διαδικασίες για τη μετακίνησή του προς την Τουρκία κινήθηκαν μέσω των κατεχομένων, με την εμπλοκή των ΥΚΕ να περιορίζεται κυρίως στην καταγραφή της κατάστασης του παιδιού, στη διαπίστωση ότι είναι καλά στην υγεία του, αλλά και στην μελέτη των δικών του επιθυμιών για το μέλλον του.
Από πλευράς Αστυνομίας, σε ερώτημα για τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε ο 13χρονος να περάσει στις κατεχόμενες περιοχές και το ενδεχόμενο διεξαγωγής έρευνας, λειτουργός του Γραφείου Τύπου ανέφερε ότι, μετά από σχετική διερεύνηση μέσω της Δικοινοτικής Επιτροπής, διαπιστώθηκε πως ο ανήλικος δεν διαπιστώθηκε να περνά από κανένα σημείο διέλευσης κι ως εκ τούτου εικάζεται από τις Αρχές ότι πέρασε στα κατεχόμενα από γκρίζο σημείο της νεκρής ζώνης. Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε, οι έρευνες δεν θα συνεχίστουν.
Δύσκολες οι διαδικασίες για τους ασυνόδευτους
Νομικοί κύκλοι εξήγησαν στον REPORTER τις διαδικασίες που ακολουθούνται σε περιπτώσεις ασυνόδευτων ανηλίκων. Όπως διευκρίνισαν, όταν μιλάμε για ασυνόδευτα παιδιά από τρίτες χώρες, αναφερόμαστε σε παιδιά που έχουν αιτηθεί άσυλο σε μία ευρωπαϊκή χώρα, με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται άμεσα όλοι οι κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για το Άσυλο και τη Μετανάστευση. Το Σύμφωνο αυτό περιορίζει αρκετά τα δικαιώματα που είχαν προηγουμένως οι αιτητές ασύλου, ενώ παράλληλα διαχωρίζει εκείνους που έλαβαν καθεστώς προστασίας, οι οποίοι εντάσσονται στην αγορά εργασίας με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τους Ευρωπαίους πολίτες.
Ανάλογα με το είδος διεθνούς προστασίας που παρέχεται, υπάρχει η δυνατότητα λήψης ταξιδιωτικών εγγράφων, όπως εξήγησαν. Διευκρίνισαν παράλληλα πως το σημαντικότερο όμως στοιχείο που αφορά ειδικά τα ασυνόδευτα ανήλικα είναι ότι έχουν το δικαίωμα να αιτηθούν την έλευση των οικογενειών τους από τη χώρα καταγωγής, ώστε να ζήσουν μαζί τους στη χώρα διαμονής. Αντίθετα, όσοι βρίσκονται ακόμη στο καθεστώς του αιτητή ασύλου δεν μπορούν να καταθέσουν αίτηση για οικογενειακή επανένωση. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά αυτά περιμένουν πρώτα να εξεταστεί το αίτημά τους για άσυλο, κάτι που συχνά καθυστερεί σημαντικά.
Οι ίδιοι κύκλοι εξήγησαν παράλληλα πως απουσιάζει η νόμιμη οδός για επανένωση, γεγονός που οδηγεί αρκετούς να επιλέγουν επικίνδυνες παράτυπες διαδρομές, όπως τα ταξίδια με βάρκες. Ένα παιδί που τελικά λαμβάνει καθεστώς πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας, όπως σημείωσαν οι νομικοί κύκλοι, έχει το δικαίωμα να ζητήσει οικογενειακή επανένωση. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή απαιτεί χρόνο, αφού πρέπει πρώτα να εξεταστεί πλήρως το αίτημα ασύλου του. Επιπλέον, οι ίδιοι νομικοί υπενθύμισαν ότι από τον Μάιο του 2024 έχει παγώσει η διαδικασία εξέτασης αιτημάτων από τη Συρία, ενώ ακόμη και πριν από αυτό τα αιτήματα εξετάζονταν με πολλή φειδώ, λόγω του μεγάλου αριθμού τους.
Τα τελευταία χρόνια, όπως σημείωσαν, παρατηρείται έντονα η τάση ανηλίκων να προσπαθούν να μεταβούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες μέσω των κανονισμών του Δουβλίνου. Η δυνατότητα αυτή επιτρέπει σε ανήλικα άτομα να ενωθούν με συγγενικά πρόσωπα που διαμένουν ήδη νόμιμα σε άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αλλά μόνο εφόσον βρίσκονται στο καθεστώς του αιτητή ασύλου. Περισσότεροι από τους μισούς ανήλικους που φιλοξενούνται σήμερα έχουν μια τέτοια υπόθεση Δουβλίνου σε εξέλιξη. Παράλληλα, λειτουργούν και προγράμματα μετεγκατάστασης, μέσω των οποίων οι ανήλικοι μπορούν να μετακινηθούν νόμιμα σε χώρες όπου έχουν συγγενείς.
Όλα αυτά, ωστόσο, ισχύουν μόνο εντός του ευρωπαϊκού εδάφους. «Όταν μιλάμε για τρίτες χώρες, εκεί προκύπτει το πρόβλημα, αφού οι αιτητές ασύλου δεν έχουν ακόμη κριθεί ως προς το αν μπορούν να παραμείνουν στη χώρα. Συνεπώς, δεν μπορούν να φέρουν τις οικογένειές τους. Η επιστροφή αποτελεί το τελευταίο στάδιο μιας νόμιμης διαδικασίας μετακίνησης από μια χώρα σε άλλη και είναι εξαιρετικά ευαίσθητη όταν πρόκειται για παιδιά. Δεν εφαρμόζεται εύκολα, καθώς για να επιστρέψει ένα παιδί θα πρέπει να εξεταστεί λεπτομερώς τι θα συναντήσει στη χώρα καταγωγής του και ποιο είναι το βέλτιστο συμφέρον του σε σχέση με την παραμονή του στην Κύπρο. Πρόκειται για διαδικασία που όλες οι χώρες διστάζουν να εφαρμόσουν, αφού ο κίνδυνος καταδίκης σε περίπτωση λάθους είναι ιδιαίτερα μεγάλος».
Επιπλέον, διευκρίνισαν ότι με τον όρο επιστροφή εννοείται πως πρέπει να υπάρχει συγγενικό πρόσωπο στη χώρα καταγωγής, οι συνθήκες να θεωρούνται κατάλληλες και το παιδί να έχει εξασφαλισμένη αξιοπρεπή διαβίωση. «Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο σύνθετο όταν οι γονείς βρίσκονται σε τρίτες χώρες και όχι στη χώρα καταγωγής, όπως συνέβη στην περίπτωση του 13χρονου. Υπάρχει βέβαια και η διαδικασία επανεισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών, η οποία προβλέπει συμφωνίες με συγκεκριμένα κράτη ώστε να δέχονται πίσω πρόσωπα που δεν είναι δικοί τους υπήκοοι».
Οι ίδιοι νομικοί κύκλοι επισήμαναν με έμφαση ότι είναι άκρως προβληματικό να φαίνεται πως η μόνη λύση για την επανένωση ασυνόδευτων ανηλίκων με τις οικογένειές τους είναι η παράνομη μετακίνηση. Το γεγονός ότι παιδιά αναγκάζονται να αναζητήσουν μόνα τους παράνομα μέσα προκειμένου να βρουν τους γονείς τους, ενώ την ίδια στιγμή βρίσκονται υπό την κηδεμονία της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι, όπως είπαν, «παράνομο, απαράδεκτο και εντελώς παράδοξο».
Μετακινήθηκαν σε νέες δομές οι ασυνόδευτοι
Από πλευράς της, η Εκτελεστική Διευθύντρια του Hope For Children, Άντρια Νεοκλέους, σε δηλώσεις της στον REPORTER, υπογράμμισε πως στην Κύπρο δεν υπάρχουν νομικές διαδικασίες που να επιτρέπουν σε ένα ασυνόδευτο παιδί να μεταβεί σε τρίτη χώρα. Εξήγησε ότι, στην περίπτωση του 13χρονου, «αν η μητέρα του βρισκόταν στη χώρα καταγωγής του, η επιστροφή θα ήταν και πάλι δύσκολη, καθώς πρέπει να γίνει αξιολόγηση των συνθηκών στις οποίες θα επέστρεφε, να εξασφαλιστεί συνοδός και να πληρωθούν και άλλες προϋποθέσεις. Ωστόσο, επειδή η μητέρα του ήταν σε μια τρίτη χώρα (σ.σ. Τουρκία) και όχι στη χώρα καταγωγής του, δεν υπήρχε κανένα περιθώριο εφαρμογής νόμιμων μέσων για την επανένωση. Αυτός είναι και ο λόγος που αρκετά παιδιά, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, επιλέγουν άλλα μέσα για να φτάσουν στη χώρα που θέλουν, αφού δεν έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν με νόμιμο τρόπο».
Σε ό,τι αφορά στις διαδικασίες στήριξης των ασυνόδευτων ανηλίκων που φιλοξενούνται στις δομές του Hope For Children, η κ. Νεοκλέους σημείωσε πως «προσπαθούμε με το εξειδικευμένο προσωπικό που διαθέτουμε να είμαστε συνεχώς κοντά στα παιδιά που διαμένουν στη δομή. Δυστυχώς, όμως, κάποιες φορές αυτό δεν είναι εφικτό, αφού σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η ισχυρή επιρροή των οικογενειών τους, αλλά και η έντονη επιθυμία τους να επανενωθούν μαζί τους. Όσο κι αν τα ενθαρρύνουμε να κάνουν υπομονή και όσο κι αν τα στηρίζουμε σε όλα τα επίπεδα, υπάρχουν στιγμές που αυτό δεν αρκεί».
Συμπλήρωσε, επίσης, ότι «έχουμε προχωρήσει σε μεταφορά των παιδιών σε μικρότερες δομές και στον ηλικιακό διαχωρισμό τους. Σε μία δομή διαμένουν παιδιά μέχρι 14 ετών και σε άλλη έφηβοι ηλικίας 15 έως 17 ετών. Η ανάγκη αυτή, όπως καταδείχθηκε και από διεθνείς πρακτικές, είχε διαπιστωθεί εδώ και αρκετούς μήνες. Το φαινόμενο άφιξης ασυνόδευτων παιδιών κάτω των 14 ετών έχει παρατηρηθεί κυρίως τα τελευταία δύο χρόνια. Η αλλαγή αυτή αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για να προσφέρουμε πιο στοχευμένη και ουσιαστική στήριξη, ανάλογα με την ηλικία τους. Ωστόσο, οι προκλήσεις παραμένουν τεράστιες, αφού πρόκειται για παιδιά που μεγάλωσαν σε συνθήκες πολέμου, κουβαλώντας βαριά ψυχολογικά τραύματα και επώδυνες εμπειρίες. Χρειάζεται μακροχρόνια, συστηματική δουλειά και συνεχής φροντίδα για να μπορέσουμε να δούμε θετικά αποτελέσματα στη ζωή τους».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: