Στις 19 Ιουνίου 2025, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αφήσει ελεύθερους τους τρεις υπόπτους που είχαν συλληφθεί για την υπόθεση εμπρησμού οχήματος 80χρονου, πατέρα δύο αστυνομικών, εκ των οποίων ο ένας υπηρετεί στο ΤΑΕ Αρχηγείου, ο οποίος διαπράχθηκε 30 Απριλίου 2025, άνοιξε το δρόμο της υπεράσπισης για να προσφύγει στο Ανώτατο για ακύρωση των σχετικών ενταλμάτων σύλληψης. Και αυτό διότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε απορρίψει το αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης τους, αφού στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του, έκρινε πως οι Αρχές φόρεσαν χειροπέδες στους υπόπτους, στηριζόμενες μόνο στις αναφορές πληροφοριοδοτών, χωρίς να προβούν στις δέουσες ενέργειες ώστε να διαπιστώσει εάν προκύπτει μαρτυρία. Αντιθέτως, στην βάση των όσων ισχυρίστηκαν οι πληροφοριοδότες, προχώρησε σε συλλήψεις και έδειξε και τα τρία πρόσωπα ως ύποπτα για εμπρησμό, εκ των οποίων μάλιστα ο ένας αστυνομικός, χωρίς όμως σε βάρος τους, να προέκυψε μαρτυρία που να τους συνδέει με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Ελεύθεροι οι «εμπρηστές» που έστειλαν μήνυμα σε αδέλφια αστυνομικούς-Βασίστηκαν σε πληροφορίες χωρίς να προβούν σε εξετάσεις
Σημειώνεται πως τα εν λόγω πρόσωπα, 53, 46 και 44 ετών, δεν έχουν μέχρι σήμερα κατηγορηθεί για οποιοδήποτε αδίκημα και μάλιστα όπως αναφέρουν πληροφορίες, ούτε καν κλήθηκαν για κατάθεση, με τους δικηγόρους τους, Βίκτωρα Ακάμα, Αγαθοκλή Κορέλλη και Ανδρέα Ανδρέου, να προσφεύγουν στο Ανώτατο, ζητώντας άδεια για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε σε βάρος τους από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στις 16.06.2025.
Τα εντάλματα σύλληψης, εκδόθηκαν στην βάση ένορκης δήλωσης του λοχία της Αστυνομίας, Γεννάδιου Ιωάννου, του ΤΑΕ Λευκωσίας, μέσω της οποίας επιζητούντο, πέραν από τα εντάλματα σύλληψης, όπως και εντάλματα έρευνας των οικιών, υποστατικών και των οχημάτων τους. Μεταξύ άλλων, ο ανακριτής στην ένορκη του δήλωση, επικαλείτο δύο πληροφοριοδότες που ενέπλεξαν τους υπόπτους στον εμπρησμό του αυτοκινήτου συνταξιούχου οδηγού ταξί. Ο τελευταίος είναι πατέρας λοχία Αστυνομικού Σταθμού που διερευνά τροχαίο δυστύχημα (πληροφορίες για εικονικό δυστύχημα) με εμπλεκόμενο όχημα εταιρείας του ενός εκ των προσώπων που είχαν συλληφθεί. Επίσης, το θύμα είναι πατέρας Αξιωματικού της Αστυνομίας, υπεύθυνου του ΤΑΕ Αρχηγείου, το οποίο προέβη σε κατάσχεση μεγάλου χρηματικού ποσού από την οικία του μετά από έρευνα, ενόψει αναφορών ότι ήταν αναμεμειγμένος σε υποθέσεις εξαπάτησης ασφαλιστικών εταιρειών και απόσπασης χρημάτων με τη διενέργεια εικονικών δυστυχημάτων και υποβολή ψευδών απαιτήσεων.
Ειδικότερα, στις 13.05.2025, δηλαδή δύο εβδομάδες μετά τον εμπρησμό, πληροφοριοδότης που ως εξηγείται θεωρείται πηγή υψηλής αξιοπιστίας, ανέφερε ότι στον εμπρησμό του οχήματος εμπλέκονται και οι τρείς ύποπτοι, με τον πρώτο να είναι το πρόσωπο που έδωσε την εντολή. Η συγκεκριμένη πηγή, σύμφωνα με τον ανακριτή, ανέφερε πως ενώ βρισκόταν στη μάντρα αυτοκινήτων που διατηρεί ο πρώτος ύποπτος, ήταν παρών σε δύο διαφορετικές τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε ο πρώτος με τους άλλους δύο, οι οποίες έγιναν την επόμενη μέρα του εμπρησμού. Ο πληροφοριοδότης ισχυρίστηκε ότι χλεύαζαν τον εμπρησμό, λέγοντας πως άκουσε τον πρώτο ύποπτο να λέει ειρωνικά «...έγινε η δουλειά, ήταν βραχυκύκλωμα», «κανονίστηκε το θέμα με τον πατέρα της κοπέλας και του άλλου που μας κατάσχεσαι τα λεφτά».
Στις 30.05.2025, δηλαδή ένα μήνα μετά τον εμπρησμό, λήφθηκε δεύτερη πληροφορία, από άλλο πληροφοριοδότη, που ενόψει της συνεργασίας του στο παρελθόν με την Αστυνομία με θετικό αποτέλεσμα, κρίθηκε επίσης αξιόπιστος, σύμφωνα με την οποία, τον εμπρησμό του οχήματος διενήργησε ο δεύτερος ύποπτος για λογαριασμό του πρώτου υπόπτου. Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε πως το όχημα που χρησιμοποιήθηκε από τον δράστη, ανήκει στην εταιρεία του πρώτου υπόπτου, στον οποίο το τελευταίο διάστημα εργάζεται ο δεύτερος ύποπτος. Σύμφωνα πάντα με τον πληροφοριοδότη, αιτία του εμπρησμού ήταν ο εκφοβισμός του υπεύθυνου του ΤΑΕ Αρχηγείου, καθότι διερευνά ποινική υπόθεση εναντίον του πρώτου υπόπτου.
Ο ανακριτής στην ένορκη δήλωση του αναφέρθηκε σε ενέργειες που έγιναν από πλευράς Αστυνομίας, ενώ είχε αναφέρει πως «η σύλληψη των υπόπτων είναι ευλόγως αναγκαία και ανάλογη, προς αποφυγή επηρεασμού μαρτύρων από τους οποίους πρόκειται να ληφθούν καταθέσεις και επέμβασης τους στο έργο της δικαιοσύνης».
Έδειξε παραπλάνηση Δικαστηρίου η υπεράσπιση
Προσφεύγοντας στο Ανώτατο, οι συνήγοροι υπεράσπισης των αιτητών, μεταξύ άλλων υποστήριξαν πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη, ως όφειλε, σε εκτίμηση του υλικού που τέθηκε ενώπιον του προκειμένου να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα, δεχόμενο μηχανικά τη θέση της Αστυνομίας.
Εκφράστηκε επίσης η θέση, ότι δεν πληρούντο, σωρευτικά, οι απαραίτητες προϋποθέσεις έκδοσης των ενταλμάτων σύλληψης. Και αυτό διότι, αφενός, δεν στοιχειοθετείτο η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι οι αιτητές διέπραξαν ή έστω εμπλέκονταν στα αδικήματα που αναφερόταν στον όρκο και, αφετέρου, δεν τηρήθηκαν τα όρια που θέτει η αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας για την έκδοση του εκκαλούμενου διατάγματος.
Επιπρόσθετα, υποστηρίχθηκε πως η Αστυνομία απέφυγε να αποκαλύψει ή και απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα, με αποτέλεσμα τη συνειδητή παραπλάνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τη μόλυνση της σκέψης και κρίσης του τελευταίου υπέρ της έκδοσης του εκκαλούμενου διατάγματος.
Θέμα ως προς την αναγκαιότητα
Αξιολογώντας τα όσα τέθηκαν ενώπιον του, το Ανώτατο ανέφερε αρχικά πως με δεδομένο ότι για την στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας/υποψίας, το επίπεδο που χρειάζεται να ικανοποιηθεί από απόψεως μαρτυρίας είναι περιορισμένο, διαπιστώθηκε ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου στοιχεία ικανά να υπερβούν το ούτως ή άλλως χαμηλό ύψος του πήχη που απαιτείται σε τέτοιου είδους περιπτώσεις.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, παρά το γεγονός ότι δεν κατονομάζονται στον όρκο του ανακριτή, κάτι που εξάλλου δεν απαιτείται, δύο πηγές πληροφόρησης της Αστυνομίας, αναφέρθηκαν κατά συγκεκριμένο τρόπο στην εμπλοκή των εν λόγω προσώπων, ενώ σημείωσε πως «δεν επρόκειτο για γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς, ούτε βεβαίως συμπερασματικές απολήξεις και υποθέσεις του πληροφοριοδότη. Είχαν συγκριμένο περιεχόμενο και λεπτομέρειες».
Ωστόσο, το Ανώτατο εστίασε στην θέση της υπεράσπισης του πρώτου υπόπτου, όπου ο δικηγόρος Βίκτωρας Ακάμας, έθεσε θέμα αναγκαιότητας ως προς την έκδοση του εντάλματος σύλληψης, προβάλλοντας ταυτόχρονα την μη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κατά την έκδοσή του.
Θέση με την οποία ταυτίστηκε το Ανώτατο, το οποίο στην απόφαση του αναφέρει πως: «Ειδικότερα, η παρέλευση 46 ημέρων από τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, σε συνδυασμό με το γεγονός πως δεν τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου γεγονότα που θα επέτρεπαν στο τελευταίο να καταλήξει σε δικά του συμπεράσματα για την αναγκαιότητα της έκδοσης του (παρά την καταγραφή της γνώμης του ενόρκως δηλούντος προς τούτο), δικαιολογούν την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Παραπέμποντας δε στις δυνατότητες που υπήρχαν για συμπλήρωση του ανακριτικού έργου, λαμβάνοντας αφενός υπόψη την δυνατότητα για αποτελεσματική διερεύνηση της υπόθεσης και αφετέρου την προστασία των δικαιωμάτων του Αιτητή, με αναφορά μεταξύ άλλων στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης 15 (άρθρο 52(1)) και σε σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, προβάλλεται από την πλευρά του Αιτητή ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν διασφαλίστηκε η αρχή ης αναλογικότητας».
Περαιτέρω, το Ανώτατο στην απόφαση του αναφέρει πως το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τις αρχικές έρευνες μέχρι και την αίτηση για έκδοση ενός εντάλματος σύλληψης, αποτελεί παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, με το ενδεχόμενο να μη θεωρείται τούτο αναγκαίο στις περιπτώσεις που παρατηρείται μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους της Αστυνομίας να μην μπορεί, εκ των προτέρων να αποκλειστεί.
«Οι παραλείψεις πλήττουν την νομιμότητα»
Από εκεί και πέρα, το Ανώτατο στάθηκε και στην καταληκτική αναφορά στην ένορκη δήλωση του Λοχία Γ. Ιωάννου, που αναφέρει ότι η σύλληψη και των τριών υπόπτων: «….είναι ευλόγως αναγκαία και ανάλογη προς αποφυγή επηρεασμού μαρτύρων από τους οποίους πρόκειται να ληφθούν καταθέσεις και επέμβασης τους στο έργο της δικαιοσύνης. Η έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης είναι αναγκαία και ανάλογη για τη διερεύνηση των πιο πάνω αδικημάτων».
Το Ανώτατο υπέδειξε πως «οι αναφορές του ενόρκως δηλούντα περί επηρεασμού μαρτύρων από τους οποίους πρόκειται να ληφθούν καταθέσεις, όπως και η προβολή της θέσης περί επέμβασης στο έργο της δικαιοσύνης, αποτυπώνουν ασφαλώς τη θέση του ομνύοντος για το ζήτημα, ως συνηθίζεται να γίνεται τούτο, χωρίς όμως να προσθέτει, κατά τρόπο ουσιαστικό, στο αίτημα. Παραμένουν ισχυρισμοί και θέσεις, γενικοί και απογυμνωμένοι, χωρίς να εξειδικεύονται ούτε να συνοδεύονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο από οποιαδήποτε σχετικά στοιχεία ή λεπτομέρειες ικανά να επιτρέψουν στο Δικαστήριο που επιλαμβάνεται του αιτήματος να μορφώσει, το ίδιο, άποψη επί του ζητήματος».
Περαιτέρω, πρόσθεσε πως «ούτε, βεβαίως, το γεγονός ότι ταυτόχρονα με την αιτούμενη έκδοση των Ενταλμάτων Σύλληψης, επιζητούντο και σχετικά Εντάλματα Έρευνας για τις οικίες και υποστατικά των τριών υπόπτων, από μόνο του, εξυπακούει και δικαιολογεί, άνευ άλλου τινός, την αναγκαιότητα σύλληψης του Αιτητή». Όπως υπέδειξε, αποτελεί καθήκον του αιτούμενου εντάλματος του είδους, να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων, λέγοντας πως «οι σοβαρές ελλείψεις και παραλείψεις ως προς την ορθή παρουσίαση των γεγονότων στον αστυνομικό όρκο, πλήττουν την νομιμότητα της έκδοσης ενός εντάλματος. Η μη αποκάλυψη ουσιωδών πληροφοριών με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του Δικαστηρίου, αφαιρεί ουσιαστικά το νόμιμο της έκδοσης του εντάλματος».
Απόκρυψη στοιχείων από το Δικαστήριο
Επιπρόσθετα, στην απόφαση του το Ανώτατο, ανέφερε πως «η παράλειψη διευκρίνησης εκ μέρους του ανακριτή ότι το δυστύχημα που φέρεται να έγινε έξω από τη μάντρα αυτοκινήτων του πρώτου υπόπτου με όχημα ιδιοκτησίας της εταιρείας του, εξετάστηκε ήδη από το Αρχηγείο Αστυνομίας, πριν την διάπραξη του εμπρησμού, καταλήγοντας ότι δεν προέκυπταν οποιαδήποτε στοιχεία εικονικού δυστυχήματος, ως επίσης το γεγονός ότι δεν τέθηκε υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το ένταλμα έρευνας, δυνάμει εκτέλεσης του οποίου κατασχέθηκαν τα χρήματα από την οικία του πρώτου ύποπτου, ακυρώθηκε δυνάμει προνομιακού εντάλματος Certiorari, πέραν και ανεξάρτητα ότι το ποσό που παραλήφθηκε από την οικία του δεσμεύτηκε μετά από παρέμβαση της ΜΟΚΑΣ, ζήτημα για το οποίο έχει ήδη διεξαχθεί ακροαματική διαδικασία και επιφυλάχθηκε απόφαση, αποτελούν ασφαλώς ζητήματα που δεν θα μπορούσε να θεωρηθούν αμελητέα σε σχέση με την εξέλιξη των γεγονότων που περιβάλλουν την περίπτωση, αποκαλύπτοντας, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, συζητήσιμο ζήτημα».
Με δεδομένο ότι η εξέταση της αίτησης σε αυτό το στάδιο γίνεται υπό το πρίσμα της εκ πρώτης όψεως θεώρησης, προς το σκοπό παροχής ή μη άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, αποτέλεσε κατάληξη του Δικαστηρίου ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, εκ πρώτης όψεως, εγείρεται συζητήσιμο ζήτημα σε σχέση με την αναγκαιότητα της έκδοσης των ενταλμάτων σύλληψης σε βάρος και των τριών υπόπτων, στην οποία εστίασαν μεταξύ άλλων οι δικηγόροι τους, Βίκτωρας Ακάμας, Αγαθοκλής Κορέλλης και Ανδρέας Ανδρέου.
Επίσης, σε ό,τι αφορά τον πρώτο ύποπτο, το Ανώτατο κατέληξε πως στοιχειοθετείται συζητήσιμο ζήτημα και ως προς την απόκρυψη/μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων.
Ως εκ τούτου, το Ανώτατο άναψε το πράσινο φως για καταχώρηση αίτησης, ορίζοντας ακροαματική διαδικασία αρχές Σεπτεμβρίου, κατά την οποία η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα αναμένεται να τοποθετηθεί.