Παρόλο που ο Αύγουστος παραδοσιακά είναι ο μήνας με τις λιγότερες πολιτικές εντάσεις, η φονική πυρκαγιά που ξέσπασε στα τέλη Ιουλίου εξακολουθεί να συντηρεί ψηλά το πολιτικό θερμόμετρο. Από τη μία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας βρίσκεται υπό τεράστια πίεση, καθώς το κράτος απέτυχε να προστατέψει ανθρώπινες ζωές και περιουσίες και τώρα καλείται να φέρει εις πέρας ένα πολύ μεγάλο έργο αποζημιώσεων και αποκατάστασης και από την άλλη τα κόμματα βρήκαν ευκαιρία να ασκήσουν αντιπολίτευση, προσδοκώντας σε αποκόμιση προεκλογικών οφελών, με αποτέλεσμα να υπάρχει ασυνήθιστη για την εποχή πολιτική δραστηριότητα.
Η οργή του κόσμου, η οποία εκδηλώθηκε πολύ έντονα τις πρώτες ημέρες, φαίνεται να έχει κατασταλάξει, αφενός γιατί απομακρυνθήκαμε από τα γεγονότα και πλέον έχει υποχωρήσει η ψυχολογική φόρτιση, και αφετέρου επειδή η διαχείριση που γίνεται μετά την πυρκαγιά, αποδεικνύεται καλύτερη από τη διαχείριση που έγινε την ώρα της πυρκαγιάς. Το κράτος δείχνει τώρα να λειτουργεί συντονισμένα, ανέπτυξε σχέδια στήριξης σε ελάχιστο χρόνο, προνόησε για μία ευρεία γκάμα ζητημάτων και ξεκίνησε άμεσα την υλοποίησή τους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Το προεκλογικό show, η μάχη συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης και οι... αγορεύσεις αντί των απαντήσεων
Παρουσιάζεται, επίσης, πιο ευέλικτο και πρόθυμο να συζητήσει εισηγήσεις και κυρίως προσπαθεί να στείλει το μήνυμα πως θα προβεί σε διορθωτικές κινήσεις, σε αντίθεση με τις πρώτες ημέρες που η Κυβέρνηση τηρούσε στάση άμυνας, αποφεύγοντας να παραδεχθεί κενά και παραλείψεις. Υπάρχουν ακόμη αναπάντητα ερωτήματα και πολλά να γίνουν στο κομμάτι της βελτίωσης των σχεδιασμών και της κάλυψης των κενών. Και αυτά θα συνεχίσουν να αποτελούν απαίτηση και τους επόμενους μήνες, όπως βεβαίως και οι εξηγήσεις, η λογοδοσία και η ανάληψη ευθύνης.
Αυτό, ωστόσο, που δεν κατάλαβαν ίσως τα κόμματα και συμπεριφέρονται με τον τρόπο που συμπεριφέρονται, με αποκορύφωμα την συνεδρία της Βουλής την Τρίτη, ήταν πως δεν ήταν μόνο η Κυβέρνηση αποδέκτης της κοινωνικής οργής αλλά το σύστημα ολόκληρο. Ο κόσμος δεν ήταν θυμωμένος μόνο με τον Νίκο Χριστοδουλίδη και τους Υπουργούς του, ούτε τους απομονώνει με τον τρόπο που νομίζουν ή ελπίζουν οι πολιτικές δυνάμεις ότι το πράττει. Ήταν θυμωμένος με όλους όσοι, από το δικό τους αξίωμα, επιτρέπουν στο κράτος να μην ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και να μην εμπνέει την απαραίτητη εμπιστοσύνη.
Τα κόμματα θεωρούσαν ότι, επειδή ο κόσμος είναι απογοητευμένος με την Κυβέρνηση, θα ενθουσιαζόταν με τους πολιτικούς μονολόγους τους, την κακή συμπεριφορά και τη δημιουργία κλίματος κοινοβουλευτικής αναρχίας. Αυτό που πέτυχαν, ωστόσο, ήταν να στείλουν το μήνυμα πως ενδιαφέρονται περισσότερο για τις δικές τους μικροπολιτικές σκοπιμότητες, παρά για τα όσα βιώνουν οι πληγέντες και όσα πρέπει να διορθωθούν για μία πιο ασφαλή και πιο θωρακισμένη Κύπρο.
Την κατάσταση περιέγραψε πολύ γλαφυρά στο ΚΥΠΕ ο κοινοτάρχης Λόφου, Γιάννος Νεοφύτου, λέγοντας πως «πήγαμε εκεί πάρα πολλές ώρες για να ακούσουμε σε τι μπορούν να μας βοηθήσουν και εμάς και ακούγαμε μεταξύ τους να τσακώνονται, να αλληλοκατηγορούνται». «Κάθισαν τους υπηρεσιακούς μπροστά και γίνεται ένα λαϊκό δικαστήριο », ανέφερε, «εμείς να καθόμαστε να τους βλέπουμε και να προσπαθούμε να μιλήσουμε, να πούμε για τα προβλήματα της κάθε κοινότητας μας, για τον κόσμο που δεινοπαθεί, για τον κόσμο που δεν αντιλήφθηκε το μέγεθος της καταστροφής».
Δεν ήταν, όμως, τα προβλήματα των πυρόπληκτων περιοχών σε πρώτο πλάνο. Δεν ήταν καν ο απαραίτητος εντοπισμός των αδυναμιών. Ήταν οι αγορεύσεις, οι υποδείξεις, η προσπάθεια δικαίωσης πολιτικών επιλογών επί των καμένων. Ήταν η αλαζονεία του «αν κυβερνούσαμε εμείς όλα θα ήταν καλύτερα». Και ήταν το τελευταίο πράγμα που ενδιέφερε την κοινή γνώμη.
Μπορεί η οργή να εκδηλώθηκε κυρίως κατά της Κυβέρνησης, αλλά ο κυριότερος λόγος που εισέπραξε όλους αυτούς τους κραδασμούς είναι πως πλέον δεν υπάρχει καμία ανοχή στην κοινωνία για πολιτικά λάθη. Και αυτό δεν αφορά μόνο τον Πρόεδρο και το περιβάλλον του, τους αφορά όλους. Υπάρχει πια αντίδραση στα πάντα, ακόμη και στα μικρά και ασήμαντα, πόσο μάλλον σε μια τόσο μεγάλη καταστροφή.
Οι πολιτικές δυνάμεις πρέπει να αντιληφθούν ότι βρίσκονται και θα βρίσκονται στο στόχαστρο, ασχέτως ποιος κυβερνά. Πως πλέον επικρίνεται το σύστημα περισσότερο από τα πρόσωπα, το σύνολο περισσότερο από τον ένα. Πως η κυρίαρχη αντίληψη είναι πως όλοι το ίδιο είναι, πως έχουν εγκλωβιστεί όλοι μαζί στο ίδιο τσουβάλι. Όσο άδικο και αν θεωρούν ότι είναι αυτό, είναι η πραγματικότητα, την οποία θα ήταν καλά να ξεκινήσουν να διαχειρίζονται παρά να εξακολουθούν να αγνοούν.
Μπορεί η διάκριση των εξουσιών να βρίσκεται στην καρδιά του κυπριακού Συντάγματος, αλλά για τον μέσο πολίτη είναι μπερδεμένο ή απλώς αδιάφορο για ποια πράγματα φέρει ευθύνη η εκτελεστική εξουσία και για ποια η νομοθετική. Είναι απλώς γεγονότα που του δυσκολεύουν την ζωή, τα οποία θεωρεί πως είτε προκάλεσαν είτε δεν διόρθωσαν οι «πολιτικοί». Οι «πολιτικοί» αόριστα και χωρίς καμία ανάγκη συγκεκριμενοποίησης.
Η δε αύξηση της τοξικότητας στο πολιτικό σκηνικό το τελευταίο διάστημα, φαίνεται να έχει αυξήσει ακόμη περισσότερο και την αποστροφή. Η απόσταση που έχει δημιουργηθεί δεν καλύπτεται με show, δυνατές φωνές και αχρείαστες αντιπαραθέσεις με υφάκι. Η απόσταση καλύπτεται όταν οι πολίτες αισθάνονται ότι κάποιος τους ακούει και κάποιος νοιάζεται για αυτούς. Πως κάποιο πολιτικό κόμμα ή πρόσωπο εργάζεται για την προώθηση των δικών τους συμφερόντων και αναγκών και όχι για την προώθηση της δικής του ατζέντας. Όταν πιστεύουν πως τους θέτουν στο επίκεντρο. Και όταν τα κόμματα είχαν τους πυρόπληκτους μπροστά τους και θεώρησαν ότι έπρεπε πρώτα να μιλήσουν αυτά, να πουν τα δικά τους και να τσακωθούν λίγο και μετά από κανένα τετράωρο να τους ακούσουν, δεν πρέπει να απορούν για το χάσμα. Πρέπει να σταματήσουν να το διευρύνουν.