Μια κριτική που πηγαινοέρχεται αναφορικά με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνησή του και εντοπίζεται συχνά στις τοποθετήσεις της αντιπολίτευσης, είναι πως κάποτε ασχολείται περισσότερο με την εικόνα, τη βιτρίνα και την επικοινωνία και λιγότερο με την ουσία. Πολλές φορές αυτή η κριτική είναι άδικη και αγγίζει τα όρια της υπερβολής, υποπίπτει, δηλαδή, στο ίδιο σφάλμα με αυτά που κατηγορεί. Ωστόσο, είναι αλήθεια πως ο Νίκος Χριστοδουλίδης, από την προεκλογική περίοδο, είχε καλλιεργήσει πολύ υψηλές προσδοκίες και, ως αποτέλεσμα, η θητεία του αποτελεί έναν αγώνα δρόμο να τις ικανοποιήσει.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Κυβέρνηση τείνει κατά καιρούς να λειτουργεί με λογικές εντυπωσιασμού, τροφοδοτώντας τις επικρίσεις εναντίον της. Να «φουσκώνει» επιτεύγματα ή να χρησιμοποιεί λεκτικό που αποκλίνει από την πραγματική διάσταση, με αποτέλεσμα ορισμένες φορές να αυτοσαμποτάρεται, αφού επικεντρώνεται η προσοχή σε αχρείαστες αναφορές αντί στο ίδιο το αντικείμενο, που μπορεί να είναι και εξαιρετικά θετικό για αυτήν. Παρομοίως, όταν μπήκε στη διαδικασία να εφαρμόσει αυτά που εξήγγειλε, ο Πρόεδρος αντιμετώπισε αντικειμενικές δυσκολίες σε κάποιους τομείς, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο και ισχύει για κάθε πολιτικό που προσπαθεί να εφαρμόσει πρόγραμμα διακυβέρνησης, με αποτέλεσμα να βρίσκεται παγιδευμένος ανάμεσα στις υπέρμετρες προσδοκίες που καλλιέργησε και τους περιορισμούς που επιβάλλει η πραγματικότητα.
Το βάπτισμα του πυρός, μάλιστα, το έλαβε πολύ νωρίς, καθώς δεν κατάφερε να στήσει το πρώτο του Υπουργικό Συμβούλιο με τον τρόπο που είχε σχεδιάσει και προαναγγείλει. Ο τρόπος αυτός εξ’ αρχής ενείχε το στοιχείο της υπερβολής, καθώς δεν υπήρχε κανένας λόγος να αποκλειστούν προβεβλημένα στελέχη κομμάτων και πρώην αξιωματούχοι, πέραν μίας παράξενης πεποίθησης πως ο κόσμος δεν θέλει οι επαγγελματίες πολιτικοί να κάνουν τη δουλειά των επαγγελματιών πολιτικών. Όταν, όμως, έστηνε το Υπουργικό του, αντιλήφθηκε την ανάγκη μιας ισορροπίας μεταξύ πολιτικής εμπειρίας και τεχνοκρατικών προσεγγίσεων και, ως εκ τούτου, αξιοποίησε ένα αριθμό έμπειρων ατόμων, ενώ, όταν προχώρησε στον ανασχηματισμό, φρόντισε να προσθέσει ακόμη περισσότερα τέτοια πρόσωπα.
Παράλληλα, είχε πέσει έξω και στον στόχο του για εκπροσώπηση 50-50 μεταξύ γυναικών και αντρών, καθώς δεν φρόντισε εκ των προτέρων να διασφαλίσει ότι είχε βρει αρκετές γυναίκες πρόθυμες να αναλάβουν υπουργικά χαρτοφυλάκια, που να πληρούσαν τα κριτήριά του. Αν και αύξησε συνολικά την εκπροσώπηση των γυναικών και στην πορεία της διακυβέρνησής του διαφάνηκε πως αξιοποιεί γυναίκες σε διάφορα πόστα (πχ η τελευταία εξαγγελία ήταν πως όλα τα «πρόσωπα» της Κυπριακής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή οι τρεις Εκπρόσωποι Τύπου σε Κύπρο και Βρυξέλλες, είναι γυναίκες), βρέθηκε από την πρώτη στιγμή να κυνηγά έναν στόχο που εδραζόταν στην ειλικρινή βούληση και όχι στα απτά δεδομένα που είχε ενώπιον του.
Παρόλο που υπήρξε μία «προσγείωση» σε ό,τι αφορά την καλλιέργεια υπέρμετρων προσδοκιών όσο προχωρούσε η θητεία της Κυβέρνησης, δεν κατάφερε ποτέ να αποσυνδεθεί πλήρως από αυτή την αρχική νοοτροπία ή από την ανάγκη για εντυπωσιασμό, με αποτέλεσμα κατά καιρούς να εξακολουθεί να στοιχειώνεται από τέτοιες τάσεις.
Η πρόσφατη πυρκαγιά είναι ένα προφανές τέτοιο παράδειγμα. Ενώ πρόκειται για μία από τις πιο καταστροφικές πυρκαγιές στην ιστορία της Κύπρου, ενώ χάθηκαν ανθρώπινες ζωές και ενώ υπήρξαν τεράστιες ζημιές στη φύση, τις καλλιέργειες και τις περιουσίες, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, μόλις μερικές εβδομάδες πριν, δήλωνε πως «η φετινή αντιπυρική περίοδος βρίσκει την Κυπριακή Δημοκρατία περισσότερο προετοιμασμένη και ενισχυμένη από ποτέ». Προφανώς και όφειλε ο Κωνσταντίνος Λετυμπιώτης ή κάποιος αρμόδιος Υπουργός να ανακοινώσει τα μέτρα που αποφασίστηκαν. Ήταν, όμως, ατυχής η επιλογή λέξεων και ύφους, παρά το γεγονός πως τα μέτρα ήταν προς την ορθή κατεύθυνση, από την στιγμή που η Κυβέρνηση ανέκαθεν γνώριζε πως υπάρχουν περιορισμοί όταν προσπαθείς να αντιμετωπίσεις τη φύση. Μπορούσε κάλλιστα να ανακοινώσει ότι έγινε μία σοβαρή προσπάθεια αναβάθμισης της αντιπυρικής προστασία της χώρας, λιτά και απέριττα. Γιατί –εκ του αποτελέσματος, όπως λέει και ο κ. Χριστοδουλίδης- αν ήμασταν πιο προετοιμασμένοι και πιο ενισχυμένοι από ποτέ, δεν θα καιγόμασταν περισσότερο από ποτέ.
Η ίδια η Κυβέρνηση καλλιέργησε μία προσδοκία που δεν φαίνεται να είχε πραγματικό αντίκρισμα. Η Υπουργός Γεωργίας, Μαρία Παναγιώτου, δήλωσε πως «θα υπάρξει μέρα που η πυρκαγιά θα ξεσπάσει και οι καιρικές συνθήκες δεν θα μας βοηθούν και θα είναι πέρα των δυνάμεων μας. Αυτό είχε συμβεί. Ο μόνος τρόπος να προλαβαίναμε αυτή την πυρκαγιά ήταν να μην ξεσπάσει». Δηλαδή πως ήμασταν πιο προετοιμασμένοι από ποτέ μόνο για φωτιές που δεν υπάρχουν. Από πού προέκυψε, συνεπώς, η ανάγκη τον Ιούνιο να δημιουργήσει η Κυβέρνηση εντυπώσεις, για πράγματα που μπορεί να είναι πέραν των δυνάμεών της;
Ουσιαστικά, η προσπάθεια εντυπωσιασμού λειτούργησε ως μπούμερανγκ, καθώς τροφοδότησε την κοινωνική οργή. Πολύ διαφορετικό θα ήταν το αφήγημα αν συζητούσαμε πως, παρά τα επιπλέον μέτρα που λήφθηκαν, το κράτος δεν είχε τη δυνατότητα να τα βάλει με αυτή την πυρκαγιά, από το σημερινό που είναι πως το κράτος διαφήμιζε ότι είναι πανέτοιμο, ενώ εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε πως δεν ήταν.
Η δε προσπάθεια του Υπουργού Δικαιοσύνης, Μάριου Χαρτσιώτη, να πείσει ότι υπήρξαν θετικά και παρά τους θανάτους και την τεράστια καταστροφή τα πήγαμε αρκετά καλά, αποδεικνύει πως, ακόμα και την στιγμή της κρίσης, οι «εργοστασιακές ρυθμίσεις» συχνά καθιστούν προτεραιότητα τη βελτίωση της εικόνας. Αντί της απλής λέξης «συγνώμη» και της ειλικρινούς αντίδρασης «θα διερευνήσουμε τι πήγε λάθος και θα το διορθώσουμε» (και τα δύο ήρθαν τελικά διά στόματος Προέδρου με καθυστέρηση), οι δηλώσεις που έγιναν ερμηνεύθηκαν ως προσπάθεια ωραιοποίησης της τραγικής κατάστασης. Η παραδοχή λαθών δεν συνιστά υποτίμηση της τεράστιας προσπάθειας που καταβλήθηκε από τους ανθρώπους της πρώτης γραμμής, ούτε και κάνει την Κυβέρνηση να φαίνεται ανίκανη. Αντιθέτως, θέτει τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση και δείχνει την ελάχιστη κατανόηση του λαϊκού αισθήματος. Και πάλι, όμως, η συζήτηση ήταν διαφορετική, επειδή διαφορετικά επέλεξαν να την χειριστούν οι αρμόδιοι στα πρώτα εικοσιτετράωρα.
Ο κόσμος δεν χρειάζεται εντυπώσεις και υπερβολή. Πράξεις χρειάζεται. Έργα και αποτελεσματικότητα, κάτι που παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Νίκος Χριστοδουλίδης. Δεν χρειάζεται «πιο προετοιμασμένο από ποτέ» κρατικό μηχανισμό στα χαρτιά και στις δηλώσεις, χρειάζεται επαρκές επίπεδο ετοιμότητας την ώρα που θα χρειαστεί να αναληφθεί δράση. Όπως ακριβώς δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το πόσο ευημερούν οι δείκτες αλλά για το πόσο ευημερούν οι προσωπικές του συνθήκες, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την εικόνα της Κυβέρνησης και τις εντυπώσεις όταν καίγεται το σπίτι του, η γη του, η πατρίδα του.
Η Κυβέρνηση Χριστοδουλίδη παράγει έργο σε διάφορους τομείς. Και είναι αλήθεια πως συχνά είναι θύμα ισοπεδωτικής κριτικής. Ακόμη και αυτές τις μέρες της φονικής πυρκαγιάς χρησιμοποιήθηκαν από κάποιους, κυρίως μη κομματικούς, άσχετα επιχειρήματα, που δεν είχαν και δεν θα μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε σύνδεση με τα γεγονότα, απλώς και μόνο για χάρη αντιπολίτευσης και προώθησης άλλων κομμάτων και πολιτικών προσώπων. Αυτό είναι δεδομένο. Όπως δεδομένο είναι πως βασική στρατηγική στην πολιτική επικοινωνία είναι η προσπάθεια για έλεγχο του αφηγήματος. Και ένα αφήγημα που εδράζεται στην υπερβολή σπάνια μπορεί να ελεγχθεί αποτελεσματικά και να επιτευχθεί όντως ο στόχος της υψηλότερης δυνατής πειστικότητας και της καλύτερης δυνατής εικόνας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
- Η φωτιά που έσβησε την ελπίδα και οι δηλώσεις Χαρτσιώτη-Παναγιώτου που «αναζωπύρωσαν» τις αντιδράσεις
- Δεν μετριούνται έτσι οι ζωές, δεν επιδεικνύεται με αυτό το τρόπο ο σεβασμός...
- Απορρίπτει τις επικρίσεις ο Χαρτσιώτης: «Πέραν από το ατυχές περιστατικό των δύο συνανθρώπων μας, δεν είχαμε καμία απολύτως απώλεια ζωής»
- Υπεραμύνεται των χειρισμών και η Παναγιώτου-«Ο μόνος τρόπος να προλαβαίναμε την πυρκαγιά ήταν να μην ξεσπάσει»
- Δηλαδή «έγιναν όλα όσα έπρεπε να γίνουν» και από καθαρή ατυχία χάθηκαν ζωές και περιουσίες;
- Η οργή κατά της Κυβέρνησης, το άτσαλο spin της αδυναμίας και η ανάγκη για ανασχηματισμό